Wednesday, July 23, 2014

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΩΠΑΙΔΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ανακοίνωση στο στο  4Ο Βοιωτικό Συνέδριο  2002



 Αδαμάντιος Σάμψων
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Γενικά


Η περιοχή της Κωπαϊδας αποτελεί μία σπάνια φυσική λεκάνη στην κεντρική Ελλάδα που έχει δημιουργηθεί από τεκτονικά αίτια. Η λεκάνη αυτή συγκεντρώνει τα νερά των ποταμών Κηφισού και Μέλανος που πηγάζουν από βουνά της Στερεάς Ελλάδας. Ο πρώτος κυλάει ανάμεσα σε μία ευρύχωρη και εύφορη  κοιλάδα, ενώ τα νερά του δεύτερου κατευθύνονται στο βόρειο μέρος της λεκάνης με κατεύθυνση ανατολική. Κατά την πορεία του ο Κηφισός από τα ΒΔ στα ΝΑ κυλάει μέσα από άλλες φυσικές λεκάνες που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο από αυτό της Κωπαϊδας.
 Η βορειότερη λεκάνη της Αμφίκλειας βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 400 μέτρα και τα βουνά εκατέρωθεν αυτής δεν σχηματίζουν παρά ελάχιστα σπήλαια. Περισσότεροι καρστικοί σχηματισμοί υπάρχουν στην χαμηλότερη λεκάνη της Ελάτειας. Η νοτιότερη και αρκετά χαμηλότερη λεκάνη της Δαύλειας είναι πιο περιορισμένη και έχει υψόμετρο 150 περίπου μ.
Στις δύο τελευταίες λεκάνες έχουν βρεθεί και ανασκαφεί ήδη από τις αρχές του αιώνα σημαντικές νεολιθικές θέσεις από την αρχή της περιόδου (Ελάτεια, Χαιρώνεια). Τα πλεονεκτήματα της ποτάμιας κοιλάδας είναι αναμφισβήτητα αφού υπάρχουν άφθονα καλλιεργήσιμα εδάφη, τα περισσότερα από τα οποία είναι δυνατόν να ποτίζονται. Εξ άλλου τα γύρω βουνά προσφέρονται για βοσκότοποι. Η κοιλάδα αυτή πρέπει να υπήρξε στους παλαιολιθικούς χρόνους τόπος συγκέντρωσης άγριων ζώων, επομένως ήταν κατάλληλη για διαμονή παλαιολιθικών κυνηγών. Οι αναμενόμενοι μικροί καταυλισμοί κυνηγών είτε θα έχουν καλυφθεί από επιχώσεις της πεδιάδας ή  θα έχουν διαβρωθεί εφόσον θα βρίσκονταν σε πρανή των βουνών. Εκεί που απαιτείται  συστηματική έρευνα είναι οι αποθέσεις ερυθρογής (terra rossa) που έχουν σχηματισθεί από διάβρωση του ασβεστόλιθου σε παγετώδεις περιόδους και συχνά περιέχουν παλαιολιθικά λείψανα.

Η έρευνα των  σπηλαίων


 Στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας  της Δαύλειας υψώνεται ορεινός ασβεστολιθικός όγκος χωρίς καθόλου βλάστηση που σχηματίζει μία καρστική κοιλότητα σε υψόμετρο 400 μ. Το σπήλαιο μικρό σε διαστάσεις σήμερα χρησιμοποιείται σαν μαντρί και περιέχει παχιές νεότερες αποθέσεις, ώστε να είναι αδύνατη μία επιφανειακή του έρευνα. Λίγο έξω από την είσοδο του σπηλαίου συλλέχτηκαν λίγα φθαρμένα νεολιθικά όστρακα και οψιανοί της νεολιθικής περιόδου. Η θέση πάντως του σπηλαίου ήταν πολύ κατάλληλη για προνεολιθική κατοίκηση αν και η απόστασή του από την πεδιάδα είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Στην περιοχή υπάρχουν και άλλοι καρστικοί σχηματισμοί αλλά δεν έχουν παρουσιάσει προϊστορική κατοίκηση.
΄Ερευνα Καναδών αρχαιολόγων το 1980 (Roland 1981) επεσήμανε πιθανές θέσεις προϊστορικής κατοίκησης στις λεκάνες αυτές της Βοιωτίας και της Φωκίδας αλλά δεν προχώρησε περαιτέρω. Σε ένα μικρό σπήλαιο της περιοχής Αμφίκλειας κοντά στο χωριό Μαριολάτα επισημάνθηκαν απροσδιόριστα θραύσματα πυριτόλιθου με πιθανή παλαιολιθική προέλευση.
Μεγαλύτερη αφθονία πυριτόλιθου παρουσίασαν δύο άλλα σπήλαια που βρίσκονται στο ΒΑ τμήμα της Κωπαϊδας, αριστερά του δρόμου προς τη Χαιρώνεια. Το ένα από αυτά με διαστάσεις 3 Χ 6 μ. περιέχει λεπτές επιχώσεις και πυριτόλιθους απροσδιόριστης χρονολογίας. Το άλλο που βρίσκεται σε μικρή απόσταση απέδωσε πυριτόλιθους στον εξωτερικό του χώρο.
Στη λεκάνη της Κωπαϊδας η μεγαλύτερη συγκέντρωση σπηλαίων παρατηρείται στην ανατολική της πλευρά που η καρστικοποίηση των χαμηλών ασβεστολιθικών όγκων ιουρασικής και κρητιδικής περιόδου είναι τεράστια. Το Πρόγραμμα Κωπαϊδας (Κοpais project) που άρχισε το 1994 εκτός από την ανασκαφή του σπηλαίου Σαρακηνού περιέλαβε και επιφανειακή έρευνα των σπηλαίων της Κωπαϊδας. Από την περιοχή Ακραιφνίου μέχρι την Αλίαρτο ερευνήθηκαν  και σχεδιάστηκαν 23 σπήλαια μεταξύ δεκάδων άλλων, τα περισσότερα των οποίων βρίσκονται χαμηλά στο επίπεδο της άλλοτε λίμνης. Μερικά από αυτά χρησίμευαν σαν καταβόθρες διοχετεύοντας τα νερά της λίμνης σε άλλες χαμηλότερες λεκάνες ή στη θάλασσα.
 Νεολιθική κεραμεική έχει βρεθεί σε ένα σπήλαιο που το επίπεδό του είναι ψηλότερο της στάθμης της λίμνης και σε μία υπαίθρια θέση που δεν απέχει πολύ από αυτό. Δεν αποκλείεται και τα χαμηλότερα σπήλαια να χρησιμοποιήθηκαν σε εποχές που η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλή. Η χρήση τους σήμερα για σταυλισμό ζώων αποκλείει κάθε επιφανειακή έρευνα. Στο νότιο και δυτικό μέρος της Κωπαϊδας δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα σπήλαια και το πιο σημαντικό από αυτά είναι το γνωστο Σεϊδί, κοντά στην Αλίαρτο. Η ανασκαφή του πριν από τον τελευταίο πόλεμο απέδωσε λίγα λίθινα εργαλεία της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Stampfuss 1942), αλλά η έρευνα που  έγινε  μάλλον βιαστικά και με τις παλιές  μεθόδους  μας έχει στερήσει από πολλά στοιχεία που θα αφορούσαν  την πανίδα, τη χλωρίδα της περιοχής και την παλαιοοικονομία της περιόδου. Οι Καναδοί εντόπισαν επίσης ανατολικά του Σεϊδί και σε απόσταση 2 χιλ. ανατολικά της Αλιάρτου μία βραχοσκεπή με διαστάσεις 30 Χ 30 μ. σε υψόμετρο 200 μ. Αν και ο χώρος χρησιμοποιείται εντατικά από κάποιο κτηνοτρόφο σήμερα, μπορεί κανείς να συλλέξει πολλούς πυριτόλιθους που υποδηλώνουν μία χρήση στους παλαιολιθικούς χρόνους. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν και άλλες βραχοσκεπές που παρουσίασαν αβέβαια επιφανεικά λείψανα.
 Στο τμήμα δυτικά του Ακραιφνίου, όπου, εκτός από το σπήλαιο Σαρακηνού, υπάρχουν πολλά μικρά σπήλαια σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Περίπου 10 σημαντικά σπήλαια ή βραχοσκεπές υπάρχουν επίσης και στην περιοχή νότια του Γλα αλλά δεν έχουν παρουσιάσει προϊστορικά ευρήματα. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν γνωστές καταβόθρες που είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα στην αρχαιότητα για να αποστραγγίζουν τα νερά της λίμνης.
Η παρουσία ή όχι προϊστορικών έχει πάντοτε σχέση με την  ύπαρξη της λίμνης ή τη στάθμη της κατά εποχές. Αν υπολογίσουμε ότι στους παλαιολιθικούς ή στους νεολιθικούς χρόνους η λίμνη ήταν αρκετά βαθιά και έφτανε μέχρι τις σημερινές παρυφές της πεδιάδας, τα σπήλαια που βρίσκονται συνήθως πολύ χαμηλά στο επίπεδο της σημερινής πεδιάδας είτε θα χρησιμοποιούνταν  περιστασιακά εξαρτώμενα από το ύψος των νερών ή δεν θα ήταν καθόλου πρόσφορα για κατοίκηση ή άλλη χρήση. Η σπηλαιοκατοίκηση στο χώρο θα εξαρτιόταν επίσης και από το αν οι καταβόθρες λειτουργούσαν ή είχαν φραχθεί.
Στη βόρεια πλευρά της Κωπαϊδας, από το χωριό Κάστρο μέχρι το Παύλο σχηματίζονται χαμηλοί ασβεστολιθικοί όγκοι που σχηματίζουν σε χαμηλά σημεία μικρά σπήλαια. Το πιο ενδιαφέρον είναι η Μπαρουτοσπηλιά με διαστάσεις 27 Χ 8 μ. που βρίσκεται μόλις 10 μ. ψηλότερα από την πεδιάδα. Η έρευνα στο εσωτερικό της είναι προβληματική επειδή σήμερα χρησιμοποιείται ως μαντρί. Οι επιχώσεις είτε είναι καλυμμένες με κοπριά ή έχουν διαβρωθεί. Μία ανασκαφή που αναφέρθηκε ότι έγινε (Σπυρόπουλος 1973) δεν είναι γνωστό τι αποτελέσματα είχε. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον φαίνεται να έχουν οι επιχώσεις μπροστά στην είσοδό της, όπου βρίσκονται θραύσματα οψιανού και πυριτόλιθου.
Σε μεγαλύτερο ύψος (25 μ.) βρίσκεται ένα άλλο σπήλαιο που δεν απέχει πολύ από το προηγούμενο το οποίο απέδωσε επίσης πυριτόλιθο και οψιανό, πράγμα που δείχνει ότι χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον στη νεολιθική περίοδο. ΄Ενας νεολιθικός οικισμός με παχιές επιχώσεις εντοπίστηκε επίσης σε χαμηλό έξαρμα του εδάφους αριστερά του δρόμου προς το χωριό Παύλο.  

 Το σπήλαιο Σαρακηνού


Το πλέον κατάλληλο σπήλαιο για ανασκαφή παρουσιάζεται σήμερα αυτό του Σαρακηνού που βρίσκεται.σε πολύ μεγαλύτερο ύψος από την πεδιάδα. Πρόκειται για ένα μεγάλο σπήλαιο μεγάλων διαστάσεων  με μεγάλη φωτεινή είσοδο και άριστη θέα προς την πεδιάδα. Ο τεράστιος χώρος του μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κατοίκηση, αποθήκευση, ταφές κλπ. ΄Οπως και τα άλλα σπήλαια είχε χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρόνο για σταυλισμό ζώων και οι αποθέσεις κοπριάς είναι πολύ μεγάλες.
Η ανασκαφή που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 , όπως γράφτηκε σε σχετικό άρθρο (ΑΑΑ 1973) απέδωσε ευρήματα διαφόρων εποχών αλλά δημοσίευση αυτών δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Η ανασκαφή που αρχίσαμε το 1994 με σύγχρονες μεθόδους και συνεχίζεται ακόμη μέχρι σήμερα, στοχεύει στην ακριβή χρονολόγηση των στρωμάτων, στη χρήση του σπηλαίου κατά περιόδους και στη γνώση της οικονομίας κάθε εποχής. Δείγματα άνθρακα και χώματος μας έχουν προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τη βλάστηση που κυριαρχούσε στην περιοχή της Κωπαϊδας από τους παλαιολιθικούς χρόνους μέχρι τη Μέση Χαλκοκρατία.
Η άριστη στρωματογραφία του σπηλαίου μας έχει δώσει μία ακολουθία των πολιτισμικών φάσεων από το σημερινό δάπεδο μέχρι το φυσικό δάπεδό του. Μέχρι βάθ. 0.90 μ. φτάνει η ΜΕ χρήση, ενώ ακολουθεί ένα Πρωτοελλαδικό στρώμα (πάχ. 25-30 εκ.). Η τελευταία φάση της ΝΝ (ΝΝ ΙΙβ) που συνήθως απουσιάζει ή είναι πολύ περιορισμένη σε σπήλαια, στο Σαρακηνό είναι αρκετά έντονη. Μία χρονολογία που αντιστοιχεί σ’ αυτήν είναι 3706-3549 π.Χ.  Η ΝΝ ΙΙα και η ΝΝ Ι β (4800-3800 π.Χ.) αντιστοιχούν σε επιχώσεις πάχ. 0,35 και 0.40 μ. αντίστοιχα και φτάνουν σε βάθ. 2.20 μ. Στη ΝΝ ΙΙα (4300-3800 π.Χ.) βρέθηκε δίπλα σε εστία μία αποθήκευση δημητριακών από καμμένους σπόρους  η μελέτη των οποίων έχει δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τις καλλιέργειες που εξασκούνταν στην περιοχή της Κωπαϊδας την εποχή αυτή. Στη φάση ΝΝ Ιβ βρέθηκε εκτεταμένο δάπεδο που φέρει οπές πασσάλων, οι οποίοι πιθανώς δείχνουν ότι μέσα στο σπήλαιο δημιουργούσαν χωρίσματα που είχαν διαφορετικές χρήσεις.
Η ΝΝ Ια (5300-4800 π.Χ.) που είναι αντίστοιχη αυτής της Χαιρώνειας δεν φαίνεται να έχει στο σπήλαιο μεγάλη διάρκεια, αντιπροσωπεύεται όμως από εξαιρετικής ποιότητας αγγεία με φαιό και μαύρο χρώμα. Η Μέση Νεολιθική (5800-5300 π.Χ.) εμφανίζεται σε βάθ. 2. 74 μ., αντιπροσωπεύεται με παχιές επιχώσεις και ακολουθείται από την Αρχαιότερη Νεολιθική. Σ’ αυτή τη φάση εξαιρετικά είναι τα γραπτά αγγεία με ερυθρό πάνω σε λευκό βάθος που δείχνουν μεγάλη ομοιότητα με αυτά από τη Μαγούλα Μπαλωμένου της Χαιρώνειας.
Σε βάθος 3. 35 μ. σχηματίζεται ένα στρώμα με πολλή κλίση προς τα δυτικά  που διαφέρει από τα άλλα αφενός λόγω του έντονου ερυθρού χρώματος και αφετέρου λόγω της απουσίας ευρημάτων. ΄Εχει πάχος 115 περίπου εκ. και περιέχει πλήθος χαλικιών αλλά και πολλή μικροπανίδα που ανήκει σε  τρωκτικά.. Παρόλη την απουσία ευρημάτων η ανθρώπινη παρουσία φαίνεται από τα υπολείμματα εστιών και καμμένων χωμάτων. Από τη σύσταση των χωμάτων και τις μικρές πέτρες που προέρχονται από τη διάβρωση της οροφής του σπηλαίου είναι φανερό ότι αντιστοιχεί σε μία ψυχρή και ξηρή κλιματολογική φάση, όπως ήταν η Ανώτερη Παλαιολιθική. Πράγματι νμία χρονολόγηση με οπτική φωταύγεια δείγματος από καμμένο χώμα του πάνω μέρους του στρώματος έδωσε μία ηλικία  περίπου 12000 π.Χ. που χαρακτηρίζει το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Οι επιχώσεις μιας Μεσολιθικής φάσης, η οποία αναμενόταν στο σπήλαιο Σαρακηνού,  θα ήταν διαφορετικές, άρα προς το παρόν και στο συγκεκριμένο τμήμα του σπηλαίου δεν υπάρχει η μεταβατική αυτή φάση.
 Ένα τελευταίο λεπτό στρώμα πάνω σε πεσμένο από την οροφή βράχο παρουσίασε εργαλεία πυριτολίθου και οστά μεγάλων ζώων, όπως ιπποειδών και αιγοειδών  και χρονολογείται σε ένα πρώϊμο στάδιο  της Ανώτερης Παλαιολιθικής και σε ένα ύστερο στάδιο της Μέσης, επειδή υπάρχουν καιτύποι εργαλείων της μουστέριας τεχνικής. Τα ευρήματα είναι προς το παρόν λίγα γιατί το στρώμα αυτό ερευνήθηκε σε πολύ μικρή έκταση. Είναι επίσης πιθανόν κάτω από τον πεσμένο βράχο της οροφής να υπάρχουν και λείψανα παλαιότερης κατοίκησης.
Μέχρι σήμερα η ανασκαφική έρευνα έχει δείξει ότι η νεολιθική κατοίκηση στο σπήλαιο ήταν πυκνή, ενώ έχει προέλθει ένα πλήθος ευρημάτων. Η ποσότητα της κεραμεικής είναι τεράστια και περιλαμβάνει όλο το φάσμα των τύπων που είναι ήδη γνωστοί από τη νεολιθική Εύβοια  (Σάμψων 1977, 1993), τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία (Μilojcic-Hauptmann 1969). Ιδαίτερα σημαντική είναι η ποιότητα των γραπτών αγγείων των αρχών της Νεότερης Νεολιθικής (5300-4500 π.Χ.) καθώς και της κεραμεικής τύπου Γωνιάς  που χρονολογείται στο δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π. Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πήλινα και μαρμάρινα ειδώλια,  κοσμήματα και μικροαντικείμενα.


Η γεωλογική- περιβαλλοντική έρευνα


΄Ηδη από τη δεκαετία του ’70 είχαν πραγματοποιηθεί γεωτρήσεις στο χώρο της Κωπαϊδας από τους Greig  και Turner (1974, 1975) και είχαν συνταχθεί λεπτομερή διαγράμματα για τη χλωρίδα της περιοχής βασισμένα στην ανάλυση των κόκκων της γύρης. Το 1983 δύο καινούργιες γεωτρήσεις έγιναν στην Κωπαϊδα, η μία περίπου στο κέντρο της και η άλλη στο ΝΔ της άκρο (20 και 16 μ. αντίστοιχα). Δύο παρόμοιες χρονολογίες 12520±150 και 12300±150 Π.Σ. με 14C προήλθαν αντίστοιχα από τις τομές Α και Β, αλλά σε διαφορετικά βάθη (9,5 και 2,5 μ.). Οι κόκκοι γύρης από την περίοδο αυτή (Graminae, Artemisia, Cheno-amar) δείχνουν μία βλάστηση τυπική της ανοιχτής στέππας και χαρακτηρίζoυν ένα ξηρό και ψυχρό κλίμα.
 Την ίδια στεππώδη βλάστηση  συναντάμε και στη αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα της Φθιώτιδας (υψόμ. 500 μ.) από το 25000-15000 ΠΣ, αν και την ίδια περίοδο υπάρχει χαμηλή δασώδης κάλυψη, όπως έδειξαν σχετικές γεωτρήσεις (Van Zeist 1982). Στην ίδια περιοχή μολονότι συνεχίζει να υπάρχει η χαμηλή βλάστηση από 15000- 10500 έχουμε ανάπτυξη των πεύκων σε ποσοστό 20%.  Παρατηρείται ότι όσον αφορά τη δασοκάλυψη υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον ελληνικο χώρο από περιοχή σε περιοχή. Στην ανατολική Μακεδονία υπάρχει μία συνεχής δασική κάλυψη, ενώ στην Ξυνιάδα η ανάπτυξη του δάσους είναι αρκετά μειωμένη. Στη λεκάνη των Ιωαννίνων φαίνεται να  υπάρχει μία μέση κατάσταση, ενώ στην Κωπαϊδα η απουσία δέντρων είναι χαρακτηριστική. Από τα βαθύτερα στρώματα της ανασκαφής στο σπήλαιο Σαρακηνό που φτάνουν μέχρι τους χρόνους της Ανώτερης Παλαιολιθικής δεν έχουμε ακόμη πληροφορίες  για τη βλάστηση που επικρατούσε γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η παλυνολογική εξέταση.
Από άλλες γεωτρήσεις που έχουν γίνει στον ελληνικό χώρο έχει αποδειχθεί ότι η περίοδος από το 12000-11000 ΠΣ συμπίπτει με τη φάση Allerod που είναι η θερμότερη της ΄Υστερης Παγετώδους, με θερμοκρασίες 2-3 οC βαθμούς πάνω από τη σημερινή (Van Zeist 1982). Σε στρώμα λίγο ψηλότερο από αυτό που έδωσε μία ηλικία 9900± 110 ΠΣ (βάθ. 9-7 μ.) παρατηρείται μία αλλαγή κλίματος και φαίνεται ότι έχουμε τη μετάβαση από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο. Είναι η εποχή που στον ελληνικό χώρο αρχίζει η Μεσολιθική ή Επιπαλαιολιθική όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη. Σε ημερολογιακά έτη αντιστοιχεί περίπου στο 8800-8700 π.Χ. Η παλαιότερη χρονολογία που έχουν δώσει μέχρι σήμερα  τα μεσολιθικά στρώματα στο σπήλαιο Κύκλωπα των Γιούρων είναι 9274± 43 ΠΣ 8388-8196 π.Χ (Sampson 1998).
 Η βλάστηση που κυριαρχεί τώρα είναι δασική (Quercus, Juniperus, Pistacia, Ephedra) ενώ φθίνει αυτή της στέππας. Στην τομή Α μετά τα 4 μ. βάθος το είδος Quercus φθίνει και αυξάνονται τα Ostrea-carpinus, Fagus και Carpinus betula καθώς και τα Graminae. Φαίνεται ότι η εξαφάνιση της δρυός είναι αποτέλεσμα  της αποψίλωσης των δασών από τον άνθρωπο, που πρέπει να σχετίζεται με τη χρονολογία 4205±120 ΠΣ (Turner-Greig 1975) καθώς και με αυτήν 5205±120 (Allen 1997) που προήλθε από βάθ. 2μ (τέλος 5ης χιλιετίας π.Χ.). 
Η εξέταση των υλικών της γεώτρησης με τη μέθοδο της μαγνητικής επιδεκτικότητας (magnetic susceptibility) έδειξε ότι οι επιχώσεις της λίμνης προέρχονται από τη διάβρωση των εδαφών των γύρω υψωμάτων που σ’ αυτή την περίοδο είχαν λίγη φυτική κάλυψη. Διαπιστώθηκε ότι στα χαμηλότερα στρώματα που αντιστοιχούν στην πριν από το 12500 περίοδο η παρουσία αιματίτη είναι υψηλή και συνδέεται με την οξειδωτική και αερόβια φύση των εδαφών σε ημιάγονες  περιοχές. Ο μαγνητίτης σε ψηλότερα στρώματα αντανακλά το μεσογειακό κλίμα του Ολοκαίνου, ενώ τα ανόργανα ανθρακικά άλατα δείχνουν μία εποχή θερμότερη. Αν και ο Bintliff  πιστεύει ότι εξαιρετικά δυνατές βροχοπτώσεις ήταν η αιτία της διάβρωσης των εδαφών, φαίνεται ότι η επίδραση του κλίματος  έπαιζε καθοριστικό ρόλο (Allen 1997).
Η κοκκομετρική ανάλυση έδειξε ότι τα αρχαιότερα στρώματα των γεωτρήσεων είναι πιο χονδρόκοκκα από τα νεότερα. Αυτή η αλλαγή που συμβαίνει γύρω στο 12500 ΠΣ σημειώνει αλλαγή της στάθμης της λίμνης, από ρηχή σε βαθιά.  Η βλάστηση που αυξάνεται την εποχή αυτή εμποδίζει τη διάβρωση υλικών και τα θερμότερα νερά ευνοούν την απόθεση του ασβεστίτη. Επίσης στην αρχή του Ολοκαίνου πιθανολογείται μία ανύψωση της στάθμης της λίμνης.
 Το 1984 στην περιοχή Ακραιφνίου βρέθηκαν εκτεθειμένες επιχώσεις που έδωσαν τρεις ηλικίες, 9970±120, 4620± 150 και 3480±150 ΠΣ.  Η νεότερη ηλικία βαθμολογημένη είναι 1750 π.Χ. (1980-1670) και συμπίπτει με την πρώϊμη Μέση Χαλκοκρατία, ενώ και το πάνω μέρος των γεωτρήσεων των Greig και Turner έδωσε χρονολογίες 5000-3500 ΠΣ. που αντιστοιχούν στην περίοδο αποξήρανσης της λίμνης.
Από τις μέχρι τώρα ενδείξεις φαίνεται ότι η Κωπαϊδα έγινε ρηχότερη μετά το 5000 και μέχρι το 3500 ΠΣ. Η αιτίες για τη χαμηλή στάθμη της λίμνης εκείνη την εποχή μπορεί να ήταν κλιματικές (ζεστά καλοκαίρια, παρατεταμένη ξηρασία) αλλά μπορεί να είχαν σχέση με την αύξηση της δυναμικότητας των καταβοθρών. Πάντως δεν μπορεί να γίνει συσχέτιση της στάθμης της λίμνης και των κλιματικών αλλαγών στην περιοχή. Η χαμηλή στάθμη την εποχή της αποξήρανσης επέτρεψε τη συσσώρευση ειδών που προέρχονταν από τη σήψη φυτών, τουλάχιστον στα ρηχότερα τμήματα όπου κατασκευάστηκαν και τα μινυακά αναχώματα και όχι στα βαθύτερα. Τα υλικά αυτά  εξαφανίστηκαν από οξείδωση ή ανθρώπινη δραστηριότητα. Φαίνεται ότι οι μυθικοί Μινύες στην αρχή πιθανώς της ΜΕ περιόδου αποξήραναν μία λίμνη που είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε έλος. Παρόμοια κατάσταση αναφέρεται και σε αρχαίους συγγραφείς, ενώ oι περιηγητές του 19ου αιώνα Dodwell (1819) και Leake (1835) περιγράφουν μία λεκάνη με χώρους από έλη και νερό. Τα ρηχά νερά μπορεί να ήταν η αιτία της απόθεσης ασβεστιτικών υλικών βιογενούς προέλευσης που στη συνέχεια επέτρεψαν την  εγκατάσταση επιπλεόντων μακροφύτων και τη δημιουργία ενός έλους.

 υμπεράσματα

  Από τις μέχρι τώρα έρευνες η παλαιολιθική περίοδος στο χώρο της Κωπαϊδας και γενικά στην ανατολική Στερεά παρουσιάζεται αποσπασματική. Δύο σπήλαια, το Σεϊδί και το Σαρακηνό, περιέχουν βέβαια λείψανα της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ενώ το δεύτερο παρουσιάζει κατοίκηση και στη Μέση Παλαιολιθική. Ενώ στο πρώτο οι παλαιολιθικές επιχώσεις καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος, στο Σαρακηνό καταλαμβάνουν μικρό μέρος του συνόλου, αν και η συνέχιση της ανασκαφής πιθανόν να αλλάξει την κατάσταση. Τα άλλα σπήλαια που ερευνήθηκαν επιφανειακά φαίνονται υποψήφια για παλαιολιθική κατοίκηση, αλλά μόνο δοκιμαστικές ή συστηματικές ανασκαφές θα διευκρινίσουν την κατάσταση.
Πάντως στους χρόνους της Ανώτερης Παλαιολιθικής το κλίμα ήταν ψυχρό και ξηρό και η βλάστηση στεππώδης και αραιή, ενώ η στάθμη της λίμνης χαμηλή. Υπήρχαν όμως και διαστήματα με αλλαγές προς το ψυχρότερο ή θερμότερο κλίμα. Από το 20000 μέχρι 18000 χρόνια οι βροχοπτώσεις αυξήθηκαν, ενώ  μεταξύ 18000-16000 χρόνια ΠΣ η θερμοκρασία έφτασε την κατώτερη στάθμη της με 6-8 οC  κάτω από τη σημερινή, από υπολογισμούς που έχουν γίνει στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι η περίοδος κατά την οποία η θαλάσσια στάθμη στο Αιγαίο κατέρχεται σε 120-130 μέτρα κάτω από τη σημερινή (van Andel 1982).
Από 18000 μέχρι 14000 ΠΣ η στάθμη των βροχοπτώσεων ήταν χαμηλή. Η αλλαγή της βλάστησης από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο δεν είναι εμφανής στην Κωπαϊδα όπως στη λίμνη Ξυνιάδα, στη λίμνη Ιωαννίνων και στους Φιλίππους (Van Zeist 1982). Aπό το 9000 περίπου π.Χ. και μετά οι μινεραλογικές και μαγνητικές αναλύσεις δείχνουν ένα θερμότερο και υγρότερο κλίμα, παρόλα αυτά μέχρι το 6000 δεν υπάρχουν μεγάλες κλιματικές αλλαγές. Από το 8000- 5000 π.Χ. φαίνεται ότι υπάρχει αύξηση της υγρασίας, ενώ από το 5000 και μετά οι χειμώνες ήταν ψυχρότεροι και τα καλοκαίρια πιο ζεστά. Aπό το 4400-4000 π.Χ. η μείωση των δασών από δρυς σημαίνει ότι είχε αρχίσει συστηματική αποψίλωση του δάσους από τον άνθρωπο της Νεότερης Νεολιθικής που επεδίωκε αύξηση της κτηνοτροφίας.
Τα παλυνολογικά σύνολα, που αναγνωρίστηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου Σαρακηνού από την Δρ. Χ. Ιωακείμ του ΙΓΜΕ, δείχνουν για την ίδια αυτή περίοδο που χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την ΝΝ Ι στη ΝΝ ΙΙ (δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ.) παρουσία της δρυός και του πεύκου καθώς και αύξηση σε ποώδη φυτά (Leguminosae). Με πολύ μικρές διακυμάνσεις συνεχίζεται η παρουσία των ίδιων ειδών και στη ΝΝ ΙΙ καθώς και στην ΠΕ 2 (4000-2400 π.Χ.), ενώ στη Μέση Χαλκοκρατία, εποχή αποξήρανσης της λίμνης,  επικρατούν είδη που απαιτούν περισσότερο υγρές συνθήκες διαβίωσης όπως Typha, Sparganium, Cyperaceae. Γενικά από τα μέσα της 5ης  μέχρι τη 2η χιλιετία π.Χ. τα είδη των φυτών που έδωσαν οι παλυνολογικές αναλύσεις έχουν σχέση  με την έντονη παρουσία του ανθρώπου στο χώρο και την εισαγωγή των καλλιεργειών  που είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή σύστασης της φυτικής κάλυψης. Τα είδη αυτά διαβιούσαν σε ένα εύκρατο και σχετικά υγρό κατά περιόδους περιβάλλον που είχε μικρές διαφορές από το σημερινό. Πάντως την 4η χιλιετία π.Χ. η λίμνη αν και έχει ρηχεύσει  προμηθεύει στους ενοίκους του σπηλαίου αλιεύματα και οστρεοειδή, όπως δείχνουν οργανικά κατάλοιπα από την ανασκαφή.   
Γενικά είναι πρόβλημα η αραιή παρουσία παλαιολιθικής κατοίκησης στην κεντρική Ελλάδα. Ακόμη και τα σπήλαια, προσφιλής τόπος κατοίκησης στους χρόνους αυτούς, δεν κατοικούνται παρά σε λίγες περιπτώσεις και σ’ αυτές μάλλον αραιά, ενώ πάντα στη νεολιθική περίοδο υπάρχει έντονη δραστηριότητα. Φαίνεται ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για τη σπανιότητα παλαιολιθικών λειψάνων  που μέχρι στιγμής δεν είναι εμφανείς. Ασφαλώς θα υπήρχε κατοίκηση σε υπαίθριες θέσεις αλλά όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές  αυτή δεν αφήνει παρά ελάχιστα ίχνη.
Χαρακτηριστική είναι η σπανιότητα λειψάνων της  Μέσης Παλαιολιθικής σε σπήλαια στη Στερεά Ελλάδα, αλλά δεν αποκλείεται και οι ΜΠ θέσεις να ήταν υπαίθριες και επομένως δεν έχουν αφήσει ίχνη. Γενικά η ισχνή παρουσία παλαιολιθικών λειψάνων ίσως οφείλεται σε γεωμορφολογικούς και παλαιογεωγραφικούς λόγους, όπως είναι η διάβρωση των επιχώσεων και η φυσική εξέλιξη του τοπίου (Roland 1981), αλλά και στην άλλαγή προσανατολισμών σε πηγές διατροφής. Αντίθετα στη γειτονική Εύβοια και σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου η μουστέρια λιθοτεχνία της ΜΠ απαντά πολύ συχνά σε ορεινές (Σάμψων 1996α) και παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες θέσεις (Runnels 1994), αλλά και σ’ αυτή τη φάση η κατοίκηση σε σπήλαια και βραχοσκεπές είναι αρκετά αραιή.    
Αντίθετα  στη νεολιθική περίοδο η κατοίκηση στην περιοχή Κωπαϊδας φαίνεται να είναι πυκνή σε σπήλαια και σε υπαίθριες θέσεις. Σε περιόδους που η λίμνη είχε ρηχεύσει μπορούσαν να εξασκούνταν εντατικές καλλιέργειες. Επίσης είναι πολύ πιθανόν ότι στον κωπαϊδικό  χώρο υπήρχαν και λιμναίοι οικισμοί πράγμα που έχει αποδειχθεί στη λίμνη της Καστοριάς και στη αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα της Φθιώτιδας (ΑΑΑ 1982).

 

 Βιβλιογραφία


 Allen H.1997, The environmental conditions of the Kopais basin, Boeotia during the post glacial with special reference to the mycenaean period, in J. Bintliff (ed.), Recent developments in the History and Archaeology of Central Grεece, Oxford, 39-58.
Kahrstedt U. 1937, Der Kopaisse im Altertum und die “Minyschen Kanale”, AA,1.
Greig J.R.A., Turner J. 1974, Some pollen diagrams from Greece and their archaeological significance, Journal of Archaeol. Science 1. 177-194.
Milojcic V., Hauptmann H. 1969, Die Funde des fruhen Diminizeit aus der Arapi Magula, Thessalien, Bonn. 
Roland Ν. 1981, Τeiresias 3-29.
Runnels C. 1994, The stone age of Greece from the Palaeolithic to the advent of the Neolithic, AJA, 699.
Σάμψων Α. 1977, Ο νεολιθικός οικισμός Βάρκας Ψαχνών, Αρχ. Ευβ.Μελετών 21, 4-60.
Σάμψων Α. 1993, Σκοτεινή Θαρρουνίων. Το σπήλαιο, ο οικισμός και το νεκροταφείο, Αθήνα.
Σάμψων Α.1996, Παλαιολιθικές θέσεις στην Εύβοια και στις Β. Σποράδες, Αρχαιολογία 60, 51-56.
Sampson Α. 1998, The mesolithic and neolithic occupation in the cave of Cyclope, Youra, Alonnessos, BSA 1998.
Σάμψων Α. 2000, Το σπήλαιο Σαρακηνού και η σπηλαιοκατοίκηση στην περιοχή Κωπαϊδας, Πρακτικά  Γ΄ Συνεδρίου Βοιωτικών Σπουδών, 133-155.
Σπυρόπουλος Θ. 1973, Συμβολή εις την μελέτην του Κωπαϊδικού χώρου, ΑΑΑ 201-208.
Stampfuss 1942, Die ersten altsteinzeitlichen Hohlenfunde in Griechenland, Mannus 34, 132-147.
Turner J., Greig J.R.A 1975, Some holocene pollen diagrams from Greece, Revue of Palaeobotany and Palaeoecology 20, 171-204.
van Andel Τ. Η., J. C. Chachleton 1982, Late Palaeolithic coastlines of Greece and the Aegean, Journal of Field Archaeology, 9, 445-454.
van Zeist W., Bottema S.1982, Vegetational history of the Eastern Mediterranean  and Near East during the last 20000 years, in J. L. Bintliff- W. Van Zeist, Palaeoclimates, Palaeoenvironments and human communities in the Easter Mediterranean regions in Later Prehistory, BAR Int. Series 133.


No comments:

Post a Comment