Wednesday, July 23, 2014

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ ΣΤΑ ΓΙΟΥΡΑ ΤΗΣ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Αδαμάντιος ΣΑΜΨΩΝ
Καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου
Μαρία ΓΚΙΩΝΗ
Αρχαιολόγος

Το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα της Αλοννήσου, ένα πρόσφατα ανασκαμμένο σπήλαιο, ξεκινά να δίνει τα πρώτα αποτελέσματα από τη μελέτη του υλικού του. Βάση αυτών των αποτελεσμάτων και όσων πρόκειται να ακολουθήσουν, το σπήλαιο αυτό συμβάλλει στην αλλαγή του προϊστορικού τοπίου του Αιγαίου, κατεβάζοντας κατά πολύ τις ηλικίες κατά τις οποίες ο άνθρωπος έκανε σ’ αυτό το χώρο την εμφάνισή του, ενώ οι μεσολιθικές επιχώσεις του αλλάζουν ριζικά την εικόνα μας, για την όπως πιστεύαμε, μέχρι σήμερα ελάχιστη μεσολιθική στην Ελλάδα. Στο άρθρο αυτό γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης του υλικού και των ερμηνευτικών προεκτάσεών του, πάντα σε σχέση με τις υπόλοιπες γνωστές θέσεις της περιοχής του Αιγαίου.

Η θέση
           
Το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται στο νησί Γιούρα, το οποίο ανήκει στο σύμπλεγμα των Σποράδων. Απέχει 30 χιλιόμετρα από την Αλόννησο και έχει υψόμετρο 550 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας. Η γεωμορφολογική μελέτη του νησιού δείχνει ότι οι ακτές του έχουν υποστεί μεγάλη διάβρωση με το πέρασμα των αιώνων. Σήμερα είναι ακατοίκητο. Η μοναδική του πηγή στα νοτιοδυτικά, το κατεστραμμένο από την εντατική βόσκηση και την υλοτόμηση δάσος του και η μη ύπαρξη φυσικού λιμανιού που εμποδίζει την επικοινωνία με τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος, φαίνεται να έχουν συμβάλει σημαντικά σ’ αυτήν την ερήμωση. Η μόνη μορφή ζωής που βρίσκει κανείς εκεί σήμερα, είναι ένα σπάνιο είδος αιγάγρου, το οποίο μεταφέρθηκε στο νησί και βρίσκεται υπό καθεστώς προστασίας, ενώ φαίνεται πως και αυτό έπαιξε ρόλο στην καταστροφή του δάσους του νησιού.
            Τα Γιούρα ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Πλίνιο[i] με το όνομα Γεροντία, όνομα το οποίο φαίνεται πως δεν διατήρησαν για πολύ καιρό. Κατά τον 17ο αιώνα χτίστηκε μια εκκλησία και ένα μικρό μοναστήρι, τα οποία εγκαταλείφθηκαν σε άγνωστη χρονική στιγμή. Οι νεώτεροι χρονογράφοι του 19ου αιώνα το αναφέρουν σαν νησί του διαβόλου, επειδή προκαλούσε τον τρόμο στους κατοίκους των γύρω περιοχών, μια και χρησίμευε σαν τόπος παραμονής και επιδρομών πειρατών.
            Το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται στη νότια πλευρά του νησιού σε υψόμετρο 150 μέτρων, είναι δε το μεγαλύτερο των Σποράδων. Η μεγάλη του είσοδος που βλέπει προς τη θάλασσα, οδηγεί σε έναν μικρό διάδρομο, ο οποίος καταλήγει στην ευρύχωρη, περίπου κυκλική αίθουσα του σπηλαίου, διαστάσεων 40 Χ 50 μέτρων και ύψους 15 μέτρων, ενώ δεξιά της εισόδου υπάρχει μια μικρότερη αίθουσα. Συνολικά το σπήλαιο έχει διαστάσεις 50 Χ 60 μέτρα. Ο διάκοσμος της μεγάλης αίθουσας είναι πλούσιος και αρκετά εντυπωσιακός, το γεγονός όμως ότι το σπήλαιο είναι πλέον ανενεργό, τον καθιστά μη εξελισσόμενο. Η αίθουσα εμφανίζει διάφορες εσοχές στις παρειές της, ενώ καλύπτεται από αργιλώδες δάπεδο και δυο μικρές λίμνες, μια βόρεια και μια νότια. Είναι αυτή η αίθουσα που έχει συγκεντρώσει το αρχαιολογικό ενδιαφέρον, μια και ήδη από την επιφανειακή της έρευνα εντοπίστηκαν λείψανα χρήσης του χώρου από διαφορετικές εποχές, με πιο εντατική ίσως τη χρήση του κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως μαρτυρά η πληθώρα ευρημάτων του 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα[ii].

Η ανασκαφή
            Τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας οδήγησαν την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας στην απόφαση να ξεκινήσει και ανασκαφή υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αδαμάντιου Σάμψων, από το 1992. Έγιναν τρεις τομές: μια στο εσωτερικό της μεγάλης αίθουσας (Α), κοντά στη λίμνη, όπου η επιφανειακή έρευνα έδειξε μεγάλη συγκέντρωση κεραμεικής της Ύστερης Νεολιθικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Εποχής και δυο στην εσωτερική πλευρά της εισόδου του σπηλαίου, σε κεκλιμένο επίπεδο (Β,C).
           [iii]. Μέχρι βάθος 0,40 μέτρα συλλέχτηκαν ευρήματα της Ύστερης Νεολιθικής Ι και ΙΙ, ενώ από εκεί και μετά ξεκίνησαν τα στρώματα της Μέσης Νεολιθικής, πλούσια και αυτά από στάχτες, καμένα υλικά και κεραμεική, με εξαιρετική διακόσμηση ερυθρού σε λευκό.
Η τομή Α έδωσε λεπτά στρώματα στάχτης που είχαν μετατραπεί σε λάσπη από την περιοδική διάβρωσή τους από το νερό
            Η τομή Β προς όφελος της ανασκαφικής έρευνας, έδωσε αμμώδεις και ξηρές αυτή τη φορά επιχώσεις, της Μέσης και Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ είναι χαρακτηριστική η παντελής έλλειψη της Ύστερης Νεολιθικής σ’ αυτό το σημείο. Κάτω από τις νεολιθικές επιχώσεις βρέθηκαν στρώματα που δεν περιείχαν κεραμεική, ήταν όμως πλούσια σε οστά ψαριών και αγκίστρια διαφορετικών μεγεθών. Χαρακτηριστικά ευρήματα της τομής αυτής, εκτός από την κεραμεική των νεολιθικών επιχώσεων, είναι τα ίχνη δυο εστιών, σε βάθος 0,60 και 0,96 μέτρα. Η πρώτη ανήκει σε στρώμα της Μέσης Νεολιθικής και το κάρβουνο που συλλέχτηκε από αυτή έδωσε σύμφωνα με το εργαστήριο του Δημόκριτου ηλικία 5703 – 5630 π.Χ.  
            Η τομή Γ που ανοίχτηκε ανατολικότερα έδωσε διαφορετικά στοιχεία: αρχικά εμφανίστηκε ένα στρώμα Ύστερης Νεολιθικής, που έπεται των αντίστοιχων της Μέσης και της Αρχαιότερης. Τα στρώματα αυτά περιλαμβάνουν υπολείμματα στάχτης εστιών και λίγη κεραμεική διακοσμημένη με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό βάθος, καθώς και οστά ζώων, κυρίως αιγών και προβάτων. Και εδώ παρατηρείται στα κατώτερα από τα νεολιθικά στρώματα η απουσία κεραμικής, με ταυτόχρονη ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων οστών ψαριών, οστρέων και άλλων ζώων, ενώ βρέθηκαν και 30 αγκίστρια διαφορετικών διαστάσεων και τύπων. Το πάχος των μεσολιθικών επιχώσεων κυμαίνεται από 0,80 έως 3,00 μέτρα. Πρόκειται για επτά στρώματα που διακρίνονται από το χρώμα, τη σύσταση, την ποιότητα και ποσότητα των ευρημάτων. Τα ευρήματα, κυρίως τα λεπτά στρώματα κατοίκησης και τα ζωικά κατάλοιπα (όστρεα, οστά ψαριών, κ.λ.π.), είναι αντίστοιχα με αυτά των υπολοίπων γνωστών μεσολιθικών θέσεων στην Ελλάδα, όπως το Φράγχθι και η Κύθνος.
Τα ανασκαφικά ευρήματα
            Τα ευρήματα από την ανασκαφή του σπηλαίου του Κύκλωπα, μπορούν σε γενικές γραμμές να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: σε ευρήματα της Μεσολιθικής Εποχής, της Νεολιθικής Εποχής και των ιστορικών χρόνων.

Μεσολιθικά ευρήματα

            Οι μεσολιθικές επιχώσεις του σπηλαίου έδωσαν λίθινα εργαλεία, κατασκευασμένα κυρίως από πυριτόλιθο και οψιανό από τη Μήλο. Σημαντικά είναι επίσης τα υπολείμματα τροφών, που βρέθηκαν στις επιχώσεις και μας πληροφορούν για τις διατροφικές συνήθειες και την οικονομία των χρηστών του σπηλαίου. Τα υπολείμματα αυτά αφορούν οστά ψαριών, ζώων και πτηνών, πολλά όστρεα και σαλιγκάρια, καθώς και απανθρακωμένους σπόρους[iv].
            Τα πιο εντυπωσιακά βέβαια ευρήματα των μεσολιθικών επιχώσεων αποτελούν τα αγκίστρια ψαρέματος, μεγέθους από 6 χιλιοστά έως 7 εκατοστά που βρέθηκαν σε μεγάλη ποσότητα και το τμήμα ενός ανθρώπινου κρανίου. Μορφολογικά τα αγκίστρια των Γιούρων δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα από τα αντίστοιχα σημερινά, γεγονός που αποδεικνύει μακρά παράδοση, εξειδίκευση και γνώση της τέχνης του ψαρέματος από τους μεσολιθικούς χρήστες του σπηλαίου. Όσον αφορά το τμήμα του ανθρώπινου κρανίου, βρέθηκε στα κατώτερα στρώματα της τομής C, σε βάθος 3,30 μέτρα, ανάμεσα σε ένα σωρό από πέτρες που φαίνεται πως είχαν κατρακυλήσει από τα υψηλότερα μέρη του σπηλαίου. Η απόλυτη χρονολόγηση αυτού του στρώματος με βάση τις αναλύσεις του Δημόκριτου, είναι 8300-8100 π.Χ.
            Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως όλα τα ευρήματα των μεσολιθικών επιχώσεων είναι αντίστοιχα με αυτά που έχουν βρεθεί και στις άλλες γνωστές ελληνικές μεσολιθικές θέσεις, όπως η βραχοσκεπή Νο 1 στο φαράγγι της Κλεισούρας κοντά στην Πρόσυμνα της Αργολίδας, το σπήλαιο Φράγχθι επίσης στην Αργολίδα και η υπαίθρια θέση του Μαρουλά της Κύθνου και το σπήλαιο Θεόπετρα της Καλαμπάκας Τρικάλων.

Νεολιθικά ευρήματα.

      Το κυριότερο και σε μεγάλη ποσότητα εύρημα αυτής της εποχής, είναι σίγουρα η κεραμεική. Δείγματα της κεραμεικής έχουμε ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική Ι. Αφορούν όστρακα με γραπτή και εγχάρακτη διακόσμηση. Είναι όμως κυρίως η Αρχαιότερη Νεολιθική ΙΙ και η Μέση Νεολιθική που έδωσαν σημαντικά δείγματα της κεραμεικής τέχνης, αντίστοιχα σε ποιότητα των γνωστών θεσσαλικών. Έχουν βρεθεί δείγματα μονόχρωμης, (κεραμεικών ανοικτού ή κλειστού τύπου με λειασμένη επιφάνεια), καθώς και γραπτής κεραμεικής (με διακόσμηση ερυθρού σε ανοικτό βάθος), εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής. Η διακόσμηση αυτή εμφανίζει μεγάλη ποικιλία, φαίνεται δε να μιμείται μοτίβα γνωστά από την υφαντική και κεντητική τέχνης της εποχής. Είναι χαρακτηριστική η ομοιότητά τους με αντίστοιχα κεραμεικά από τον οικισμό του Αγίου Πέτρου στο νησί της Κυρά – Παναγιάς, επίσης στις βόρειες Σποράδες[v]. Η κεραμεική της Νεώτερης Νεολιθικής Ι και ΙΙ είναι κυρίως μονόχρωμη, χωρίς επίχρισμα, εμφανίζει δε ομοιότητες με αυτή αντίστοιχων θέσεων του υπόλοιπου Αιγαίου[vi], κυρίως σε ότι αφορά τα αγγεία με λευκή διακόσμηση σε μαύρο φόντο.
        Τα λίθινα και οστέινα εργαλεία δεν λείπουν βέβαια από τα ευρήματα αυτής της εποχής. Αφορούν κυρίως λεπίδες από πυριτόλιθο και διάφορα εργαλεία από οψιανό. Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός, ότι λεπίδες από μελί (ή ξανθό, όπως τον αναφέρουν μερικοί[vii]) πυριτόλιθο εμφανίζονται στα στρώματα της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής. Το πέτρωμα αυτό δεν έχει πηγές στην Ελλάδα. Η μοναδική του πηγή είναι η Βουλγαρία, απ’ όπου φαίνεται ότι το προμηθεύονταν οι χρήστες του σπηλαίου του Κύκλωπα. Από τα οστέινα εργαλεία αξίζει να σημειώσουμε την παρουσία 10 αγκιστριών που βρέθηκαν σε στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ αντίστοιχα ευρήματα απουσιάζουν από τις επόμενες φάσεις.
Η ανασκαφή έδωσε μόνο ένα ειδώλιο, σχηματοποιημένο, ύψους μόλις 0,056 μέτρα. Είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο και αποτελείται από δυο μέρη: ένα μακρύ λαιμό και το σώμα σε σχήμα οβάλ, στο οποίο μόλις και διακρίνονται οι ώμοι, ενώ απουσιάζει κάθε ένδειξη γραπτής ή άλλου τύπου διακόσμησης.

Ευρήματα ιστορικών χρόνων.

            Το σημαντικότερο εύρημα και των ιστορικών χρόνων είναι η κεραμεική. Καλύπτει την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, ενώ σε ένα μόνο σημείο της μεγάλης αίθουσας του σπηλαίου βρέθηκε πληθώρα κεραμεικής των κλασσικών χρόνων, κυρίως του 5ου π.Χ. αιώνα, καθώς κεραμεική των δυο προαναφερθέντων χρονικών φάσεων. Μετά την συντήρηση του υλικού, αναγνωρίστηκαν δυο σκύφοι, ένας από τους οποίους μάλιστα έφερε στο κάτω μέρος της βάσης του επιγραφή. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό για το σπήλαιο είναι οι εκατοντάδες  ρωμαϊκών λύχνων του 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα , που βρέθηκαν σε κάθε εσοχή που έχει σχηματισθεί στις παρειές του. Οι επιγραφές και τα ανάγλυφα θέματα δείχνουν την ύπαρξη στο χώρο του σπηλαίου ενός λατρευτικού ιερού.

Η μελέτη του υλικού και τα εργαστηριακά δεδομένα

            Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που βρέθηκε στο σπήλαιο του Κύκλωπα συνίσταται κυρίως σε μελέτη των λίθινων εργαλείων, λειασμένων και μη, των ζωικών καταλοίπων και της νεολιθικής κεραμεικής. ΄Ένα μικρό μέρος των μεσολιθικών λίθινων εργαλείων είναι από οψιανό ενώ το μεγαλύτερο είναι κατασκευασμένο από πυριτικά πετρώματα. Τα εργαλεία από οψιανό φαίνεται πως δεν κατασκευάστηκαν στο χώρο του σπηλαίου, αλλά έφτασαν έτοιμα σ’ αυτόν, μια και δεν βρέθηκε μέσα στις μεσολιθικές επιχώσεις κανένας πυρήνας του πετρώματος, που θα πρόδιδε επιτόπια κατεργασία του. Σύμφωνα με τη μέχρι στιγμής μελέτη, το υλικό παρουσιάζει γεωμετρικό μικρολιθικό χαρακτήρα, αρχαϊκό, σε σχέση με το αντίστοιχο που έχει βρεθεί στο Φράγχθι[viii], ενώ οι δυο θέσεις συμφωνούν στο μικρό αριθμό των εργαλείων από οψιανό. Επίσης διαφέρουν κατά πολύ, σε ότι αφορά την τυπολογία τους, από τα αντίστοιχα μικρολιθικά μεσολιθικά εργαλεία από οψιανό, που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το στρώμα στο οποίο ανήκουν, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μετρήσεις, έδωσε ηλικίες 8864 ± 37 ΒΡ και 9274 ± 23 ΒΡ. Αντίστοιχα τα εργαλεία από πυριτόλιθο, φαίνεται ότι από τεχνολογικής απόψεως μοιάζουν με αυτά της μεσολιθικής ηπειρωτικής χώρας. Τα εργαλεία με όχι ιδιαίτερα προσεγμένη κατασκευή, φτιάχνονται επιτόπου, ενώ για την παραγωγή τους φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τα τοπικά πυριτικά πετρώματα. Σημαντικά είναι και τα οστέινα εργαλεία και τέχνεργα, που αφορούν κυρίως αγκίστρια και μικροσκοπικές χάντρες. Η τυπολογική μελέτη των αγκιστριών και η ποικιλία των σχημάτων τους, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως υπήρχε εξειδίκευση στη χρήση τους, ανάλογα με το είδος του ψαριού που ψαρεύονταν.
Τα ζωικά κατάλοιπα είναι πλούσια στις επιχώσεις του σπηλαίου. Αφορούν κυρίως οστά ψαριών και ζώων, αλλά και όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια. Τα κατάλοιπα αυτά βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης μέσα στις επιχώσεις. Η πρώτη πληροφορία που μας δίνει η μελέτη των οστών των ψαριών[ix], είναι ότι σ’ αυτά αναγνωρίστηκαν όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά είδη από το θαλάσσιο χώρο του συμπλέγματος των Σποράδων. Η περαιτέρω όμως μελέτη του κάθε είδους χωριστά, θα συμβάλλει σημαντικά στις γνώσεις μας τόσο για το κλίμα και τις αλλαγές του, όσο και για τη χρήση του σπηλαίου. Η πρώτη μελέτη των οστών ζώων έδειξε πως στα μεσολιθικά στρώματα εμφανίζονται ελάχιστα αιγοειδή και χοίροι. Το τελευταίο είδος φαίνεται έχει υποστεί μία πρώϊμη εξημέρωση. Είναι εντυπωσιακή η μεγάλη συγκέντρωση οστών πουλιών, κάτι που συμβάλει στην γνώση τις οικονομίας της εποχής. Τα όστρεα είναι διαφόρων τύπων και μεγεθών και ανήκουν σε διάφορα είδη. Ορισμένα αναγνωρίζονται ακόμα στο νησί, ενώ άλλα έχουν πια εξαφανιστεί. Η χρήση τους δεν περιοριζόταν στη συμμετοχή τους στη διατροφή, αλλά μέσω αυτών κατασκεύαζαν και διάφορα σκεύη, για οικιακή ή άλλου είδους χρήση. Η περαιτέρω μελέτη τους θα συμβάλει και αυτή στην ανασύσταση του παλαιοκλίματος. Σε ότι αφορά τη μελέτη των χερσαίων σαλιγκαριών που αναγνωρίστηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου, οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν ότι ανήκουν σε είδος που δεν υπάρχει πλέον στο νησί, ενώ τα περισσότερα ακέραια κελύφη, φέρουν μια οπή στη μια πλευρά τους, που δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Η περαιτέρω μελέτη αυτού του υλικού, θα βοηθήσει όπως και αυτή των υπολοίπων καταλοίπων, στην ανασύσταση του παλαιοκλίματος και παλαιοπεριβάλλοντος, κυρίως δίνοντάς μας στοιχεία για τις συνθήκες υγρασίας της εποχής στη συγκεκριμένη περιοχή.
Σε ότι αφορά την Νεολιθική Εποχή, η μελέτη του υλικού αφορά κυρίως τη μελέτη της κεραμεικής της, μια και αυτή αποτελεί το κύριο, λόγω και της ποσότητάς της εύρημα των επιχώσεών της. Η κεραμεικής της Αρχαιότερης Νεολιθικής αποτελείται κυρίως από μονόχρωμα κλειστά αγγεία, διακοσμημένα με ερυθρό επίχρισμα, πολύ καλά λειασμένα στην επιφάνειά τους. Υπάρχουν επίσης και αγγεία διακοσμημένα με εμπίεστη διακόσμηση κυκλικών μοτίβων σε οριζόντιες ή κάθετες γραμμές, αντίστοιχα με αυτά του Σέσκλου, που έχουν χρονολογηθεί στην Αρχαιότερη Νεολιθική ΙΙΙ[x]. Η κεραμεική της Μέσης Νεολιθικής αποτελείται από αγγεία γνωστών τύπων από αντίστοιχες θέσεις του υπόλοιπου Αιγαίου[xi]. Πρόκειται κυρίως για κλειστά σφαιρικά αγγεία με κυκλικό λαιμό και υψηλή βάση, κατασκευασμένα από τραχύ άργιλο με κιτρινωπή χροιά επιφάνειας, πάνω στην οποία απλώνεται η κοκκινόχρωμη διακόσμηση. Τα αγγεία αυτά, είναι αντίστοιχα με αυτά που έχουν χρονολογηθεί στη Μέση Νεολιθική και προέρχονται από τον Άγιο Πέτρο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Μοναδικά είναι τα αγγεία της εποχής αυτής που φέρουν κοκκινωπή διακόσμηση σε ανοιχτό βάθος, με διακοσμητικά μοτίβα εμπνευσμένα από την κεντητική και υφαντική τέχνη της εποχής, που όμοιά τους έχουν βρεθεί μόνο στον Άγιο Πέτρο. Ανήκουν και αυτά στη Μέση Νεολιθική, ενώ στον Άγιο Πέτρο χρονολογούνται στη μεταβατική φάση Αρχαιότερη / Μέση Νεολιθική[xii]. Η διακόσμηση φέρεται στο λαιμό του αγγείου με γραμμές από τρίγωνα, στο σώμα των ανοικτών αγγείων με το μοτίβο του καμβά και των κλειστών, σε μεγαλύτερη ποικιλία, με ομόκεντρους κύκλους, διαγώνιες, παράλληλες ευθείες, τρίγωνα και ρόμβους σε οριζόντιες γραμμές, κ.λ.π. Στην Νεότερη Νεολιθική, τα αγγεία είναι ως επί το πλείστον ανοικτά, ρηχά ή βαθιά. Η διακόσμηση τώρα εμφανίζει μικρή ποικιλία: η ματ διακόσμηση αν και δεν είναι συχνή δεν είναι απούσα, ενώ στην Ύστερη Νεολιθική Ι εμφανίζεται και η διακόσμηση λευκού σε μελανό βάθος, αρκετά διαδεδομένη στο υπόλοιπο Αιγαίο[xiii]. Η πρώιμη Ύστερη Νεολιθική ΙΙ εμφανίζεται μόνο με ελάχιστα αγγεία και με μια σειρά από λαβές τύπου ελέφαντα. Εκτός από την κεραμεική, στην Αρχαιότερη Νεολιθική ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία τυπικών λεπίδων αυτής της φάσης από μελί (ή ξανθό) πυριτόλιθο, πέτρωμα που βρίσκεται μόνο στη δυτική Βουλγαρία. Στις επιχώσεις όλης της Νεολιθικής βρίσκονται διαφόρων τύπων εργαλεία, με κυρίαρχες τις λεπίδες από οψιανό που προέρχεται από τη Μήλο και από τοπικό πυριτόλιθο.

Οι σχέσεις με το χώρο

            Η ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο του Κύκλωπα, συνδυάσθηκε με μια σειρά επιφανειακών ερευνών, τόσο στο ίδιο το νησί των Γιούρων, όσο και στα γύρω νησιά του συμπλέγματος των Σποράδων. Η επιφανειακή αυτή έρευνα έδωσε σημαντικά στοιχεία, που σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά ευρήματα διευρύνουν τις γνώσεις μας για την προϊστορία του χώρου του Αιγαίου, το περιβάλλον του, τους κατοίκους του, τον τρόπο ζωής τους, τις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι λοιπόν πια δεδομένο, βάση αυτών των επιφανειακών ερευνών, ότι η κατοίκηση ξεκίνησε στα νησιά των Σποράδων ήδη από την Μέση Παλαιολιθική Εποχή, μια και παλαιολιθικά εργαλεία βρέθηκαν σε αρκετά ερημονήσια της περιοχής[xiv]. Η παρουσία του ανθρώπου σ’ αυτά τα ερημονήσια μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός, ότι τα νησιά των Σποράδων δεν είχαν κατά τους προϊστορικούς χρόνους τη σημερινή τους μορφή. Σύμφωνα με τις γεωλογικές μελέτες της περιοχής, το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας δεν ήταν σταθερό, αλλά ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή έχει μεταβληθεί αρκετές φορές. Έτσι, ενώ σήμερα το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται σε υψόμετρο 150 μέτρων από τη στάθμη της θάλασσας, το 9000 π.Χ. το αντίστοιχο υψόμετρο ήταν 80 μέτρα, το 8500 π.Χ. 50 μέτρα και το 7000 π.Χ. ήταν 40 μέτρα, ενώ σίγουρα κατά την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική που το επίπεδο της θάλασσας ήταν ακόμα χαμηλότερο, τα ερημονήσια των Σποράδων ήταν ενωμένα με την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση, ότι πολλές παλαιολιθικές και μεσολιθικές θέσεις κατοίκησης στο νησί, βρίσκονται σήμερα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, ενώ εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε, πως το φυσικό τοπίο και μόνο, διευκόλυνε τις μετακινήσεις των παλαιολιθικών σε όλο τον παραπάνω χώρο. Όταν κατά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, άρχισαν οι σημαντικές αλλαγές στη μορφολογία του Αιγαίου, το τοπίο άρχισε να παίρνει τη σημερινή του μορφή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία των νησιών, που στην ουσία αντιπροσωπεύουν οι κορυφές των βουνών της Παλαιολιθικής Εποχής, ενώ αυτή η σχετική αποξένωση από την ξηρά, δεν φαίνεται να περιόρισε τους προϊστορικούς κατοίκους του Αιγαίου μόνο στο νησιωτικό ή μόνο στον ηπειρωτικό χώρο.
Ήδη από τη Μεσολιθική γίνεται φανερή η ύπαρξη σχέσεων και επιρροών που δέχεται ο πληθυσμός που χρησιμοποιεί το σπήλαιο του Κύκλωπα. Τα εργαλεία τυπολογικά μοιάζουν με αυτά των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Στη Νεολιθική οι σχέσεις της κεραμεικής, ήδη από την Αρχαιότερη, είναι εμφανής σε σχέση με τη Θεσσαλία και κυρίως την κεραμεική του Σέσκλου, ενώ στη Μέση Νεολιθική, χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα με αυτή της γειτονικής θέσης του Αγίου Πέτρου. Σε ότι αφορά τα εργαλεία εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι η μακρινή προέλευση των υλικών κατασκευής τους, τουλάχιστον ορισμένων από αυτά, που προέρχονται από τα Βαλκάνια.

Τα πρώτα συμπεράσματα

            Αν και η μελέτη του υλικού από το σπήλαιο του Κύκλωπα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και η τελική δημοσίευση θα είναι έτοιμη σε λίγους μήνες, μπορούμε ήδη να έχουμε μια πρώτη εικόνα των συμπερασμάτων. Όπως φαίνεται και από τη στρωματογραφία της θέσης, το σπήλαιο του Κύκλωπα χρησιμοποιήθηκε από τον προϊστορικό κάτοικο του Αιγαίου στη Νεολιθική και στην προγενέστερή της Μεσολιθική Εποχή. Με βάση τη στρωματογραφία και τα ευρήματα των διαδοχικά κείμενων στρωμάτων, υπάρχουν ενδείξεις χρήσεως του σπηλαίου κατά την Ύστερη Νεολιθική ΙΙ, χωρίς να έχουμε σαφείς ενδείξεις για την αρχή αυτής της περιόδου. Προηγήθηκε η Ύστερη Νεολιθική Ι και στη συνέχεια υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο τελευταίο τμήμα της Ύστερης Νεολιθικής Ι και της Μέσης Νεολιθικής, που διαρκεί 700 – 800 χρόνια, από το 5600 έως το 4800 περίπου π.Χ. Τα στρώματα της Μέσης και Αρχαιότερης Νεολιθικής δεν εμφανίζονται σε όλη την ανασκαμένη περιοχή του σπηλαίου. Με βάση τις χρονολογήσεις με C 14 δειγμάτων από κάρβουνο, η Μέση Νεολιθική ξεκινά λίγο μετά τις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ., ενώ η μελέτη της κεραμεικής της Αρχαιότερης Νεολιθικής, την τοποθετεί στην 7η χιλιετία π.Χ. Στο τέλος των επιχώσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής εμφανίζεται η Μεσολιθική. Ίχνη χρήσεως του σπηλαίου έχουμε και από την Εποχή του Χαλκού, ενώ κατά τους κλασικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, η χρήση μπορεί να θεωρηθεί πιο συγκεκριμένη. Κατά πάσα πιθανότητα στους ιστορικούς χρόνους το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σαν ιερό.
Κατά την εντατική χρήση του σπηλαίου του Κύκλωπα στη Μεσολιθική Εποχή, μπορούμε να αναγνωρίσουμε δυο φάσεις. Μια πρωιμότερη στα βαθύτερα στρώματα, που αποτελείται κυρίως από μικρολιθικά λίθινα εργαλεία κατασκευασμένα από τοπικά πυριτικά πετρώματα και μια νεώτερη που εμφανίζεται στα υψηλότερα στρώματα και περιλαμβάνει λίθινα εργαλεία από τα ίδια πυριτικά πετρώματα, αλλά και από οψιανό της Μήλου. Είναι άγνωστο πώς γινόταν η μεταφορά του οψιανού. Είναι όμως μια διαδικασία γνωστή στους χρήστες του σπηλαίου, αφού ήδη από την Ανώτερη Παλαιολιθική, η μεταφορά αυτού του πετρώματος είναι αποδεδειγμένη[xv], τουλάχιστον από τους χρήστες του σπηλαίου Φράγχθι. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, είναι ότι η κατασκευή των εργαλείων δεν γινόταν στο χώρο του σπηλαίου, αλλά ότι αυτά μεταφέρονταν εκεί από τους χρήστες του. Η βεβαιότητα αυτή πηγάζει από την μη εύρεση πυρήνων στις επιχώσεις του σπηλαίου, αλλά και τη μη εύρεση απολεπισμάτων, που θα αποδείκνυε μια επιτόπου επεξεργασία, έστω και δευτερογενή των ήδη χρησιμοποιημένων εργαλείων.
Η τροφοσυλλογή και το κυνήγι, ήταν οι κύριες δραστηριότητες των χρηστών του σπηλαίου, όπως άλλωστε και όλων των μεσολιθικών. Η μελέτη των ζωικών καταλοίπων δείχνει πως το κυνήγι αφορούσε κυρίως τα πουλιά, λόγω του μεγάλου αριθμού οστών τους, που βρέθηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου, χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Εδώ, η οικονομία της θάλασσας φαίνεται πως έπαιζε τον κύριο ρόλο. Η συλλογή των οστρέων και το ψάρεμα, είναι πιθανό να ήταν γνωστές δραστηριότητες ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή, για την οποία όμως ακόμα δεν έχουμε ανασκαφικά δεδομένα. Το ψάρεμα δεν ήταν ερασιτεχνική δραστηριότητα, όπως δείχνει τόσο ο όγκος των αγκιστριών που βρέθηκαν στα μεσολιθικά στρώματα, όσο και ο μεγάλος αριθμός των οστών ψαριών. Η τυπολογία δε των αγκιστριών, τόσο όμοια με αυτή των σημερινών, δείχνει την πλήρη εξειδίκευση των κατόχων τους για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, αλλά και την από χρόνια γνώση της τέχνης του ψαρέματος. Η παρουσία ανάμεσα στα οστά των ψαριών και μερικών που ανήκουν σε τονοειδή, είναι σημαντική. Ο τόνος είναι ένα ψάρι που ζει στο Αιγαίο, αλλά σε ανοικτή θάλασσα. Το ψάρεμά του επομένως απαιτεί αφενός μεν γνώση της τέχνης της ναυσιπλοΐας, αφετέρου δε κατάλληλο εξοπλισμό για ένα θαλάσσιο ταξίδι, δυο στοιχεία, που όπως φαίνεται κατείχαν οι μεσολιθικοί χρήστες του σπηλαίου του Κύκλωπα.
Είναι άγνωστο γιατί το σπήλαιο δεν χρησιμοποιήθηκε κατά το δεύτερο μισό της 7ης χιλιετίας. Ίσως κλιματολογικοί παράγοντες να έπαιξαν ρόλο σ’ αυτή την εγκατάλειψη που πρέπει να διήρκεσε περίπου 700 χρόνια και αναγνωρίζεται τόσο στρωματογραφικά, όσο και από τη μελέτη των ευρημάτων των επόμενων, των νεολιθικών δηλαδή επιχώσεων του σπηλαίου. Η εκ νέου εντατική χρήση του κατά το τέλος της Αρχαιότερης Νεολιθικής, διαφέρει αρκετά από αυτή της Μεσολιθικής Εποχής. Το ψάρεμα και η συλλογή οστρέων δεν φαίνεται να είναι η κύρια δραστηριότητα των νεολιθικών χρηστών του σπηλαίου, γεγονός που πρέπει να συνδυασθεί με τη νέα μορφή οικονομίας, την τροφοπαραγωγική στην οποία έχουν ήδη μπει. Έτσι τώρα στο αρχαιοζωολογικό υλικό των επιχώσεων, ανιχνεύονται κυρίως οστά εξημερωμένων ζώων, όπως αιγών και προβάτων.
Εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί είναι η μεγάλη ποσότητα κεραμεικής. Αγγεία πολλή καλής ποιότητας ανιχνεύονται στις επιχώσεις του σπηλαίου, δημιουργώντας ερωτηματικά για το ρόλο τους. Τρία είναι τα κύρια ερωτήματα που δημιουργεί η μελέτη της κεραμεικής. Πρώτον, γιατί δεν υπάρχουν δείγματα κακής ποιότητας ή χονδροκομμένα αγγεία, που θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για αποθηκευτικούς σκοπούς, ή άλλους που δεν απαιτούν ιδιαίτερη και επίπονη διαδικασία κατά την παραγωγή τους. Δεύτερον, γιατί μεταφέρθηκαν τα αγγεία αυτά στο χώρο του σπηλαίου και σε τι χρησίμευαν. Τρίτον, γιατί τα αγγεία αυτά έπρεπε να είναι διακοσμημένα και καλοφτιαγμένα. Όλα αυτά τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει η μελέτη του υλικού, συνδυάζονται φυσικά με τα κλασσικά ερωτήματα που αφορούν την κεραμεική και έχουν να κάνουν με την τυπολογία της, την προέλευσή της, τις επιρροές που δέχθηκε από άλλες γνωστές και αντίστοιχες χρονολογικά θέσεις, κ.λ.π. 
Είναι άξιο απορίας γιατί οι χρήστες του σπηλαίου κατά το τέλος της Αρχαιότερης και την αρχή της Μέσης Νεολιθικής μετέφεραν στο σπήλαιο τόσο πολλά αγγεία και μάλιστα, αγγεία τόσο καλής ποιότητας κατασκευής. Η πρώτη υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει, είναι ότι αυτά τα αγγεία δεν ήταν χρηστικά, αλλά έπαιζαν έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των χρηστών του σπηλαίου. Κατ’ επέκταση, ιδιαίτερη, θα ήταν αυτή την εποχή και η χρήση του σπηλαίου. Ο ιδιαίτερος όμως αυτός ρόλος δεν είναι εύκολο να γίνει γνωστός σε μας, γιατί δεν έχει αφήσει αναγνωρίσιμα κατάλοιπα. Εκείνο πάντως που σίγουρα μπορεί να πει κανείς, με μια απλή μακροσκοπική εξέταση της κεραμικής των Γιούρων, είναι ότι αυτή έχει άμεση σχέση με την αντίστοιχη της ίδιας εποχής από την Κυρά Παναγιά και την Θεσσαλία. Αυτό μαρτυρεί τις σχέσεις και τις επαφές των παραπάνω περιοχών, ενώ τα διακοσμητικά μοτίβα που αναγνωρίζονται μόνο στα Γιούρα και στον Άγιο Πέτρο, οδηγούν στο πιθανώς στο συμπέρασμα ύπαρξης ενός τοπικού εργαστηρίου κατασκευής στο χώρο των Σποράδων, με ιδιαιτερότητες που το κάνουν ξεχωριστό στο χώρο του Αιγαίου.
Κάτι που επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε είναι η οικονομία της εποχής. Απ’ ότι φαίνεται από τον πολύ μικρό αριθμό οστών ψαριών που βρέθηκαν στις νεολιθικές επιχώσεις, το ψάρεμα έπαψε να είναι η κύρια δραστηριότητα των χρηστών του σπηλαίου. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι κάποια περιβαλλοντική αλλαγή δεν έκανε πια τη θάλασσα την σημαντικότερη πηγή ανεύρεσης τροφής, αν και δεν ανευρίσκεται κάποιο άλλο είδος τροφής σε μεγάλη ποσότητα, ώστε να οδηγηθούμε στην υπόθεση, ότι αυτή η νέα τροφή την αντικατέστησε. Ή ακόμα, ότι το σπήλαιο δεν δεχόταν τον ίδιο αριθμό επισκεπτών, όπως παλαιότερα, ή ότι γινόταν μόνο εποχιακή χρήση του και όχι μόνιμη, κάτι που φαίνεται να είναι πιο πιθανό. Αν συνδυαστεί όμως η περιστασιακή χρήση του σπηλαίου, με τη μεγάλη ποσότητα κεραμεικής των επιχώσεων αυτής της περιόδου και την τόσο καλή ποιότητά της, ενισχύεται η άποψη ότι αυτή η κεραμεική είχε ένα ιδιαίτερο ρόλο, κάθε άλλο παρά χρηστικό. Κατ’ επέκταση και το σπήλαιο είχε ένα αντίστοιχο ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των χρηστών του.
Ένα άλλο στοιχείο τις οικονομίας της εποχής, μας δίνουν οι σημαντικές σχέσεις των χρηστών του σπηλαίου με τους γείτονές του, λόγω της ύπαρξης ξενόφερτων υλικών, που χρησιμοποίησαν για την κατασκευή των εργαλείων τους. Από αυτό και μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε πως το νησί δεν ήταν απομονωμένο, αλλά εκτός από τις γύρω περιοχές του με τις οποίες είχε στενούς δεσμούς, είχε ανταλλακτικές ή εμπορικές σχέσεις και με πιο απομακρυσμένες περιοχές. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι οι χρήστες του δεν ήταν πάντα οι ίδιοι, αλλά ότι διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες, από διάφορες περιοχές χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο, για τους ίδιους ή διαφορετικούς λόγους.
Μας είναι επίσης άγνωστο γιατί ήδη από τη Μέση Νεολιθική και στη συνέχεια κατά την Ύστερη, άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται η χρήση του σπηλαίου. Θα μπορούσαμε ίσως και εδώ να υποθέσουμε κλιματολογικούς παράγοντες που θα έπαιξαν κάποιο ρόλο, χωρίς όμως ακόμα να είμαστε βέβαιοι για αυτό. Το χαρακτηριστικό όμως για αυτή την εποχή, είναι η μεγάλη συλλογή οστών αιγοειδών. Αν δε, συνδυάσουμε και την έλλειψη οστών ψαριών που ξεκίνησε από την Αρχαιότερη Νεολιθική, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι οι χρήστες του σπηλαίου εγκατέλειψαν το θαλάσσιο βιότοπο σαν μέσο εύρεσης τροφής, προς όφελος της νέας μορφής οικονομίας στην οποία μπήκαν και έχοντας τη γνώση της εξημέρωσης των ζώων. Στην Ύστερη Νεολιθική, η γνώση της κτηνοτροφίας φαίνεται πως είναι πια τρόπος ζωής για τους χρήστες του σπηλαίου του Κύκλωπα. Δεν σταμάτησαν όμως να εκμεταλλεύονται τον θαλάσσιο πλούτο, όπως δείχνει ο μεγάλος αριθμός οστρέων (κυρίως πεταλίδων), που συγκεντρώθηκε από τις επιχώσεις αυτής της εποχής. Οι πεταλίδες προφανώς αποτελούσαν μέρος της διατροφής, ίσως και να ήταν συμπλήρωμα της διατροφής με κρέας, ίσως οι χρήστες του σπηλαίου να μην μπορούσαν να αποκοπούν από τις για εκατονταετίες διατροφικές τους συνήθειες. Από εκεί και μετά το σπήλαιο παύει να χρησιμοποιείται, όπως δείχνει η έλλειψη ευρημάτων στις επιχώσεις του. Το τέλος της Νεολιθικής και η αρχή της Εποχής του Χαλκού, είναι απούσες από αυτές.
Τα ερωτήματα που γεννιόνται σε όποιον ασχολείται με το σπήλαιο του Κύκλωπα είναι πολλά. Ίσως το πρώτο αφορά τη μη συνεχόμενη χρήση του. Γιατί αφού ο προϊστορικός κάτοικος των Σποράδων ξέρει το χώρο ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή και χρησιμοποιεί εντατικά το σπήλαιο κατά τη Μεσολιθική, μετά το εγκαταλείπει, ελαττώνοντας τις εκεί δραστηριότητές του, επανέρχεται μετά από επτά αιώνες, για να το εγκαταλείψει τελικά οριστικά. Ποιος ο ρόλος της αλλαγής του παλαιοκλίματος και παλαιοπεριβάλλοντος σ’ αυτή την ανθρώπινη μετακίνηση. Ήταν ο ίδιος πληθυσμός που από την παράδοση των παλαιότερων γενεών χρησιμοποιούσε το σπήλαιο, ή στις διαφορετικές περιόδους χρήσεώς του το χρησιμοποίησαν διαφορετικοί πληθυσμοί. Είχε κάποιος δικαιοδοσία πάνω σ’ αυτό ή κληρονομική μεταβίβαση, ή το σπήλαιο ήταν απλώς ένας χώρος κοινής χρήσης για όλους τους κατοίκους της γύρω ή και πιο απομακρυσμένων περιοχών. Μήπως το σπήλαιο αποτελούσε απλώς ένα χώρο στον οποίο έβρισκαν κατάλυμα οι ψαράδες των Σποράδων. Ποιος ο ρόλος της μετάβασης της οικονομίας από τροφοσυλλεκτική σε τροφοπαραγωγική. Ποιος ο ρόλος της τόσο καλής ποιότητας κεραμεικής που βρέθηκε στις νεολιθικές επιχώσεις. Ποιες οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές του με τα άλλα σπήλαια που εμφανίζουν αντίστοιχες περιόδους χρήσεως. Ποιες οι σχέσεις με τις κοντινές θέσεις της αντίστοιχης εποχής. Τέλος, ποια η χρήση του στη Μεσολιθική και Νεολιθική Εποχή.
Η ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού από το σπήλαιο του Κύκλωπα, θα δώσει σίγουρα κάποιες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Το σημαντικό όμως που προσφέρει το υλικό αυτής της ανασκαφής, είναι ότι άλλαξε ριζικά την εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα για το χώρο του Αιγαίου. Ήδη γίνεται φανερό ότι το Αιγαίο δεν ήταν ένας ξερός, αφιλόξενος, και χωρίς ζωή χώρος, μέχρι την εμφάνιση των πρώτων οικισμών της Εποχής του Χαλκού. Τώρα ξέρουμε με βεβαιότητα, πως το Αιγαίο κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή. Το πόσο συστηματικά μένει να εξετασθεί με περαιτέρω έρευνα και στα υπόλοιπα νησιά και παράλιά του. Το σημαντικό πρόβλημα σ’ αυτή την ερευνητική εργασία, είναι το γεγονός της καταστροφής πολλών προϊστορικών θέσεων, είτε λόγω της βύθισής τους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εξ αιτίας της ανόδου της στάθμης της, είτε λόγω του «ξεπλύματος» πολλών παραθαλάσσιων θέσεων από τα κύματα που φτάνουν ως αυτές τους χειμερινούς μήνες.
Επίσης, το σημαντικότερο ίσως στοιχείο είναι η αποδεδειγμένη ύπαρξη Μεσολιθικής φάσεως μέσα στις επιχώσεις του σπηλαίου. Η Μεσολιθική είναι πια υπαρκτή και στον ελλαδικό χώρο, μάλιστα ύστερα και από τις ραδιοχρονολογήσεις του υλικού της θέσης Μαρουλάς της Κύθνου που δίνουν καθαρά μεσολιθικές ηλικίες, την ανασκαφή του σπηλαίου της Θεόπετρας στην Καλαμπάκα και των βραχοσκεπών στην Κλεισούρα της Αργολίδος, τα δεδομένα της ελληνικής Μεσολιθικής αναθεωρούνται ριζικά, ενώ η επανεξέταση του υλικού και των παλαιότερων ανασκαφών, κρίνεται επιβεβλημένη. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η ανασκαφή των Γιούρων μας έδωσε στοιχεία μιας πολύ ανεπτυγμένης, τόσο τεχνολογικά, όσο και οικονομικά, μεσολιθικής, η οποία κάλλιστα μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη γνωστή από το Φράγχθι. Ο αιγαιακός χώρος δείχνει τις δικές του ιδιαιτερότητες αυτή την εποχή, φαίνεται δε να προηγείται των υπολοίπων μεσολιθικών ελλαδικών θέσεων. Αλλά και για τη μελέτη της Νεολιθικής Εποχής, το σπήλαιο του Κύκλωπα έδωσε σημαντικά στοιχεία μελέτης, που αφορούν τόσο στη κεραμεική τεχνοτροπία, όσο και στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, ενός ή περισσοτέρων πληθυσμών, που η επαφή τους με τη θάλασσα, καθόρισε τη ζωή τους.
Η ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού των ανασκαφών, καθώς και η σύγκρισή του με αντίστοιχες θέσεις του υπόλοιπου Αιγαιακού χώρου, θα δώσει επίσης κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Βέβαια, εκείνο που είναι σίγουρο, μια και βρισκόμαστε σε μελέτη προϊστορικής θέσεως, είναι ότι πάντα θα μένουν αναπάντητα κάποια ερωτήματα που έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, που δεν άφησαν, γιατί δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ίχνη, που θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε σήμερα. 





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EFSTRATIOU N.: Agios Petros: A Neolithic Site in the Northern Sporades, BAR Supp. 241, Oxford (1985).
HALSTEAD P. (ed): Neolithic Society in Greece. Sheffield Studies in Aegean Archaeology (1999).
ΚΟΥΜΟΥΖΕΛΗ Μ., KOZLOWSKI J.: Οι προϊστορικές θέσεις στο Φαράγγι της Κλεισούρας, Αρχαιολογία και Τέχνες 60 (1996), σελ. 58-62.
PERLES C.: L’OUTILLAGE de pierre taillée néolithique en Grèce: Approvisionnement et exploitation des matières premières, BCH 114 (1990), σελ. 1-42.
PERLES C.: Les industries lithiques taillées de Franchthi. Tome II: Les industries du Mésolithique et du Néolithique initial. Excavations at Franchthi Cave, fasc. 5, Indiana University Press, Bloomington/Indianapolis (1990).
PERLES C.: Systems of Exchange and Organization of Production in Neolithic Greece, Journal of Mediterranean Archaeology 5/2 (1992), σελ. 115-164.
SAMPSON A.: Excavation at the Cave of Cyclope on Youra, Alonnessos, ALRAM – SRERN E.: Die Ägäische Fruhzeit, Wien (1996), σελ. 507-520.
ΣΑΜΨΩΝ Α.: Νέα στοιχεία για τη Μεσολιθική Περίοδο στον ελληνικό χώρο, Αρχαιολογία και Τέχνες 61 (1996), σελ. 46-51.
ΣΑΜΨΩΝ Α.: Παλαιολιθικές θέσεις στην Εύβοια και στις βόρειες Σποράδες, Αρχαιολογία και Τέχνες 60 (1996), σελ. 51-57.
SAMPSON A.: Grèce: La Grotte du Cyclope, un abri de pêcheurs préhistoriques?, Archéologia No 328, novembre 1996σελ. 54-59.
SAMPSON A.: The Neolithic and Mesolithic occupation of the Cave of Cyclope, Youra, Alonnessos, Greece, BSA 93 (1998), σελ. 1-22.
SAMPSON A., FACORELLIS G., MANIATIS Y.: New evidence for the Cave during the Late Neolithic Periode in Greece, Actes du colloque “C14 Archéologie” (1998), σελ. 279-286.



[i] Πλίνιος: Φυσική Ιστορία, IV, XII 72.
[ii] Τα ρωμαϊκά αυτά ευρήματα είναι κυρίως φωτιστικοί λύχνοι, ενώ για την εποχή αυτή, η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι το σπήλαιο αποτελούσε ιερό.
[iii] Η παρουσία του νερού σ’ αυτό το σημείο του χώρου, δυσχέραινε πολύ και το έργο της ανασκαφής.
[iv] Η μελέτη του υλικού αυτού γίνεται ως εξής: η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Λ. Καραλή μελετά τα όστρεα, οι κ. J. Powell και Δ. Μυλωνά τα οστά ψαριών, η κ. Κ. Τρανταλίδου τα οστά πτηνών και ζώων, η κ. Α. Σαρπάκη τους καμένους σπόρους, ενώ οι κ. T. Badal και M. Dinou μελετούν δείγματα ξυλάνθρακα, στην προσπάθεια αναγνώρισης της χλωρίδας της περιοχής κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η μελέτη των λίθινων εργαλείων, γίνεται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Jagellonian της Κρακοβίας  J. Kozlowski.
[v] Βλ. Ευστρατίου Ν. (1985).
[vi] Όπως η Πολυόχνη της Λήμνου και τα νησιά των Δωδεκανήσων.
[vii] Βλ. Perlès C. (1990).
[viii] Σύμφωνα με τον μελετητή του υλικού καθηγητή J. Kozlowski, τα Γιούρα είναι η πρώτη θέση του Αιγαίου που δίνει εργαλεία αυτού του τύπου, τα οποία τοποθετεί χρονολογικά ανάμεσα στο 8900 και 8218 ΒΡ. Αντίστοιχοι τυπολογικά γεωμετρικοί μικρόλιθοι, έχουν βρεθεί μόνο στις νότιες ακτές της Ανατολίας.
[ix] Τα οστά αυτά είναι κυρίως οστά από κεφάλια ψαριών, αλλά η μελέτη αφορά και ένα πλήθος από λέπια ψαριών, που διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση έως τις ημέρες μας, λόγω της θέσης τους σε πολύ ξηρές επιχώσεις του σπηλαίου.
[x] Βλ. Sampson A. (1996).
[xi] Η κεραμεική μπορεί κυρίως να συγκριθεί με αυτή που έχει βρεθεί στον Άγιο Πέτρο στην Κυρά Παναγιά και το αντίστοιχο των θεσσαλικών θέσεων.
[xii] Η χρονολόγηση αυτή έχει γίνει από τον Ν. Ευστρατίου και αφορά χρονολόγηση των στρωμάτων στα οποία βρέθηκε η κεραμεική αυτού του τύπου.
[xiii] Τέτοιου τύπου κεραμεική έχει αναγνωρισθεί σε όλο το  Αιγαίο, από την Πολυόχνη της Λήμνου και τα Δωδεκάνησα στα ανατολικά, ως τη Σκοτεινή Θαρρουνίων στην Εύβοια στα δυτικά.
[xiv] Αλόννησος, Κυρά Παναγιά, Γιούρα, Γραμέτζα, Ψαθούρα.
[xv]  Βλ. Perlès C. (1990). 

 

 

No comments:

Post a Comment