Wednesday, July 23, 2014

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΩΠΑΙΔΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ανακοίνωση στο στο  4Ο Βοιωτικό Συνέδριο  2002



 Αδαμάντιος Σάμψων
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Γενικά


Η περιοχή της Κωπαϊδας αποτελεί μία σπάνια φυσική λεκάνη στην κεντρική Ελλάδα που έχει δημιουργηθεί από τεκτονικά αίτια. Η λεκάνη αυτή συγκεντρώνει τα νερά των ποταμών Κηφισού και Μέλανος που πηγάζουν από βουνά της Στερεάς Ελλάδας. Ο πρώτος κυλάει ανάμεσα σε μία ευρύχωρη και εύφορη  κοιλάδα, ενώ τα νερά του δεύτερου κατευθύνονται στο βόρειο μέρος της λεκάνης με κατεύθυνση ανατολική. Κατά την πορεία του ο Κηφισός από τα ΒΔ στα ΝΑ κυλάει μέσα από άλλες φυσικές λεκάνες που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο από αυτό της Κωπαϊδας.
 Η βορειότερη λεκάνη της Αμφίκλειας βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 400 μέτρα και τα βουνά εκατέρωθεν αυτής δεν σχηματίζουν παρά ελάχιστα σπήλαια. Περισσότεροι καρστικοί σχηματισμοί υπάρχουν στην χαμηλότερη λεκάνη της Ελάτειας. Η νοτιότερη και αρκετά χαμηλότερη λεκάνη της Δαύλειας είναι πιο περιορισμένη και έχει υψόμετρο 150 περίπου μ.
Στις δύο τελευταίες λεκάνες έχουν βρεθεί και ανασκαφεί ήδη από τις αρχές του αιώνα σημαντικές νεολιθικές θέσεις από την αρχή της περιόδου (Ελάτεια, Χαιρώνεια). Τα πλεονεκτήματα της ποτάμιας κοιλάδας είναι αναμφισβήτητα αφού υπάρχουν άφθονα καλλιεργήσιμα εδάφη, τα περισσότερα από τα οποία είναι δυνατόν να ποτίζονται. Εξ άλλου τα γύρω βουνά προσφέρονται για βοσκότοποι. Η κοιλάδα αυτή πρέπει να υπήρξε στους παλαιολιθικούς χρόνους τόπος συγκέντρωσης άγριων ζώων, επομένως ήταν κατάλληλη για διαμονή παλαιολιθικών κυνηγών. Οι αναμενόμενοι μικροί καταυλισμοί κυνηγών είτε θα έχουν καλυφθεί από επιχώσεις της πεδιάδας ή  θα έχουν διαβρωθεί εφόσον θα βρίσκονταν σε πρανή των βουνών. Εκεί που απαιτείται  συστηματική έρευνα είναι οι αποθέσεις ερυθρογής (terra rossa) που έχουν σχηματισθεί από διάβρωση του ασβεστόλιθου σε παγετώδεις περιόδους και συχνά περιέχουν παλαιολιθικά λείψανα.

Η έρευνα των  σπηλαίων


 Στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας  της Δαύλειας υψώνεται ορεινός ασβεστολιθικός όγκος χωρίς καθόλου βλάστηση που σχηματίζει μία καρστική κοιλότητα σε υψόμετρο 400 μ. Το σπήλαιο μικρό σε διαστάσεις σήμερα χρησιμοποιείται σαν μαντρί και περιέχει παχιές νεότερες αποθέσεις, ώστε να είναι αδύνατη μία επιφανειακή του έρευνα. Λίγο έξω από την είσοδο του σπηλαίου συλλέχτηκαν λίγα φθαρμένα νεολιθικά όστρακα και οψιανοί της νεολιθικής περιόδου. Η θέση πάντως του σπηλαίου ήταν πολύ κατάλληλη για προνεολιθική κατοίκηση αν και η απόστασή του από την πεδιάδα είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Στην περιοχή υπάρχουν και άλλοι καρστικοί σχηματισμοί αλλά δεν έχουν παρουσιάσει προϊστορική κατοίκηση.
΄Ερευνα Καναδών αρχαιολόγων το 1980 (Roland 1981) επεσήμανε πιθανές θέσεις προϊστορικής κατοίκησης στις λεκάνες αυτές της Βοιωτίας και της Φωκίδας αλλά δεν προχώρησε περαιτέρω. Σε ένα μικρό σπήλαιο της περιοχής Αμφίκλειας κοντά στο χωριό Μαριολάτα επισημάνθηκαν απροσδιόριστα θραύσματα πυριτόλιθου με πιθανή παλαιολιθική προέλευση.
Μεγαλύτερη αφθονία πυριτόλιθου παρουσίασαν δύο άλλα σπήλαια που βρίσκονται στο ΒΑ τμήμα της Κωπαϊδας, αριστερά του δρόμου προς τη Χαιρώνεια. Το ένα από αυτά με διαστάσεις 3 Χ 6 μ. περιέχει λεπτές επιχώσεις και πυριτόλιθους απροσδιόριστης χρονολογίας. Το άλλο που βρίσκεται σε μικρή απόσταση απέδωσε πυριτόλιθους στον εξωτερικό του χώρο.
Στη λεκάνη της Κωπαϊδας η μεγαλύτερη συγκέντρωση σπηλαίων παρατηρείται στην ανατολική της πλευρά που η καρστικοποίηση των χαμηλών ασβεστολιθικών όγκων ιουρασικής και κρητιδικής περιόδου είναι τεράστια. Το Πρόγραμμα Κωπαϊδας (Κοpais project) που άρχισε το 1994 εκτός από την ανασκαφή του σπηλαίου Σαρακηνού περιέλαβε και επιφανειακή έρευνα των σπηλαίων της Κωπαϊδας. Από την περιοχή Ακραιφνίου μέχρι την Αλίαρτο ερευνήθηκαν  και σχεδιάστηκαν 23 σπήλαια μεταξύ δεκάδων άλλων, τα περισσότερα των οποίων βρίσκονται χαμηλά στο επίπεδο της άλλοτε λίμνης. Μερικά από αυτά χρησίμευαν σαν καταβόθρες διοχετεύοντας τα νερά της λίμνης σε άλλες χαμηλότερες λεκάνες ή στη θάλασσα.
 Νεολιθική κεραμεική έχει βρεθεί σε ένα σπήλαιο που το επίπεδό του είναι ψηλότερο της στάθμης της λίμνης και σε μία υπαίθρια θέση που δεν απέχει πολύ από αυτό. Δεν αποκλείεται και τα χαμηλότερα σπήλαια να χρησιμοποιήθηκαν σε εποχές που η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλή. Η χρήση τους σήμερα για σταυλισμό ζώων αποκλείει κάθε επιφανειακή έρευνα. Στο νότιο και δυτικό μέρος της Κωπαϊδας δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα σπήλαια και το πιο σημαντικό από αυτά είναι το γνωστο Σεϊδί, κοντά στην Αλίαρτο. Η ανασκαφή του πριν από τον τελευταίο πόλεμο απέδωσε λίγα λίθινα εργαλεία της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Stampfuss 1942), αλλά η έρευνα που  έγινε  μάλλον βιαστικά και με τις παλιές  μεθόδους  μας έχει στερήσει από πολλά στοιχεία που θα αφορούσαν  την πανίδα, τη χλωρίδα της περιοχής και την παλαιοοικονομία της περιόδου. Οι Καναδοί εντόπισαν επίσης ανατολικά του Σεϊδί και σε απόσταση 2 χιλ. ανατολικά της Αλιάρτου μία βραχοσκεπή με διαστάσεις 30 Χ 30 μ. σε υψόμετρο 200 μ. Αν και ο χώρος χρησιμοποιείται εντατικά από κάποιο κτηνοτρόφο σήμερα, μπορεί κανείς να συλλέξει πολλούς πυριτόλιθους που υποδηλώνουν μία χρήση στους παλαιολιθικούς χρόνους. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν και άλλες βραχοσκεπές που παρουσίασαν αβέβαια επιφανεικά λείψανα.
 Στο τμήμα δυτικά του Ακραιφνίου, όπου, εκτός από το σπήλαιο Σαρακηνού, υπάρχουν πολλά μικρά σπήλαια σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Περίπου 10 σημαντικά σπήλαια ή βραχοσκεπές υπάρχουν επίσης και στην περιοχή νότια του Γλα αλλά δεν έχουν παρουσιάσει προϊστορικά ευρήματα. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν γνωστές καταβόθρες που είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα στην αρχαιότητα για να αποστραγγίζουν τα νερά της λίμνης.
Η παρουσία ή όχι προϊστορικών έχει πάντοτε σχέση με την  ύπαρξη της λίμνης ή τη στάθμη της κατά εποχές. Αν υπολογίσουμε ότι στους παλαιολιθικούς ή στους νεολιθικούς χρόνους η λίμνη ήταν αρκετά βαθιά και έφτανε μέχρι τις σημερινές παρυφές της πεδιάδας, τα σπήλαια που βρίσκονται συνήθως πολύ χαμηλά στο επίπεδο της σημερινής πεδιάδας είτε θα χρησιμοποιούνταν  περιστασιακά εξαρτώμενα από το ύψος των νερών ή δεν θα ήταν καθόλου πρόσφορα για κατοίκηση ή άλλη χρήση. Η σπηλαιοκατοίκηση στο χώρο θα εξαρτιόταν επίσης και από το αν οι καταβόθρες λειτουργούσαν ή είχαν φραχθεί.
Στη βόρεια πλευρά της Κωπαϊδας, από το χωριό Κάστρο μέχρι το Παύλο σχηματίζονται χαμηλοί ασβεστολιθικοί όγκοι που σχηματίζουν σε χαμηλά σημεία μικρά σπήλαια. Το πιο ενδιαφέρον είναι η Μπαρουτοσπηλιά με διαστάσεις 27 Χ 8 μ. που βρίσκεται μόλις 10 μ. ψηλότερα από την πεδιάδα. Η έρευνα στο εσωτερικό της είναι προβληματική επειδή σήμερα χρησιμοποιείται ως μαντρί. Οι επιχώσεις είτε είναι καλυμμένες με κοπριά ή έχουν διαβρωθεί. Μία ανασκαφή που αναφέρθηκε ότι έγινε (Σπυρόπουλος 1973) δεν είναι γνωστό τι αποτελέσματα είχε. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον φαίνεται να έχουν οι επιχώσεις μπροστά στην είσοδό της, όπου βρίσκονται θραύσματα οψιανού και πυριτόλιθου.
Σε μεγαλύτερο ύψος (25 μ.) βρίσκεται ένα άλλο σπήλαιο που δεν απέχει πολύ από το προηγούμενο το οποίο απέδωσε επίσης πυριτόλιθο και οψιανό, πράγμα που δείχνει ότι χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον στη νεολιθική περίοδο. ΄Ενας νεολιθικός οικισμός με παχιές επιχώσεις εντοπίστηκε επίσης σε χαμηλό έξαρμα του εδάφους αριστερά του δρόμου προς το χωριό Παύλο.  

 Το σπήλαιο Σαρακηνού


Το πλέον κατάλληλο σπήλαιο για ανασκαφή παρουσιάζεται σήμερα αυτό του Σαρακηνού που βρίσκεται.σε πολύ μεγαλύτερο ύψος από την πεδιάδα. Πρόκειται για ένα μεγάλο σπήλαιο μεγάλων διαστάσεων  με μεγάλη φωτεινή είσοδο και άριστη θέα προς την πεδιάδα. Ο τεράστιος χώρος του μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κατοίκηση, αποθήκευση, ταφές κλπ. ΄Οπως και τα άλλα σπήλαια είχε χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρόνο για σταυλισμό ζώων και οι αποθέσεις κοπριάς είναι πολύ μεγάλες.
Η ανασκαφή που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 , όπως γράφτηκε σε σχετικό άρθρο (ΑΑΑ 1973) απέδωσε ευρήματα διαφόρων εποχών αλλά δημοσίευση αυτών δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Η ανασκαφή που αρχίσαμε το 1994 με σύγχρονες μεθόδους και συνεχίζεται ακόμη μέχρι σήμερα, στοχεύει στην ακριβή χρονολόγηση των στρωμάτων, στη χρήση του σπηλαίου κατά περιόδους και στη γνώση της οικονομίας κάθε εποχής. Δείγματα άνθρακα και χώματος μας έχουν προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τη βλάστηση που κυριαρχούσε στην περιοχή της Κωπαϊδας από τους παλαιολιθικούς χρόνους μέχρι τη Μέση Χαλκοκρατία.
Η άριστη στρωματογραφία του σπηλαίου μας έχει δώσει μία ακολουθία των πολιτισμικών φάσεων από το σημερινό δάπεδο μέχρι το φυσικό δάπεδό του. Μέχρι βάθ. 0.90 μ. φτάνει η ΜΕ χρήση, ενώ ακολουθεί ένα Πρωτοελλαδικό στρώμα (πάχ. 25-30 εκ.). Η τελευταία φάση της ΝΝ (ΝΝ ΙΙβ) που συνήθως απουσιάζει ή είναι πολύ περιορισμένη σε σπήλαια, στο Σαρακηνό είναι αρκετά έντονη. Μία χρονολογία που αντιστοιχεί σ’ αυτήν είναι 3706-3549 π.Χ.  Η ΝΝ ΙΙα και η ΝΝ Ι β (4800-3800 π.Χ.) αντιστοιχούν σε επιχώσεις πάχ. 0,35 και 0.40 μ. αντίστοιχα και φτάνουν σε βάθ. 2.20 μ. Στη ΝΝ ΙΙα (4300-3800 π.Χ.) βρέθηκε δίπλα σε εστία μία αποθήκευση δημητριακών από καμμένους σπόρους  η μελέτη των οποίων έχει δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τις καλλιέργειες που εξασκούνταν στην περιοχή της Κωπαϊδας την εποχή αυτή. Στη φάση ΝΝ Ιβ βρέθηκε εκτεταμένο δάπεδο που φέρει οπές πασσάλων, οι οποίοι πιθανώς δείχνουν ότι μέσα στο σπήλαιο δημιουργούσαν χωρίσματα που είχαν διαφορετικές χρήσεις.
Η ΝΝ Ια (5300-4800 π.Χ.) που είναι αντίστοιχη αυτής της Χαιρώνειας δεν φαίνεται να έχει στο σπήλαιο μεγάλη διάρκεια, αντιπροσωπεύεται όμως από εξαιρετικής ποιότητας αγγεία με φαιό και μαύρο χρώμα. Η Μέση Νεολιθική (5800-5300 π.Χ.) εμφανίζεται σε βάθ. 2. 74 μ., αντιπροσωπεύεται με παχιές επιχώσεις και ακολουθείται από την Αρχαιότερη Νεολιθική. Σ’ αυτή τη φάση εξαιρετικά είναι τα γραπτά αγγεία με ερυθρό πάνω σε λευκό βάθος που δείχνουν μεγάλη ομοιότητα με αυτά από τη Μαγούλα Μπαλωμένου της Χαιρώνειας.
Σε βάθος 3. 35 μ. σχηματίζεται ένα στρώμα με πολλή κλίση προς τα δυτικά  που διαφέρει από τα άλλα αφενός λόγω του έντονου ερυθρού χρώματος και αφετέρου λόγω της απουσίας ευρημάτων. ΄Εχει πάχος 115 περίπου εκ. και περιέχει πλήθος χαλικιών αλλά και πολλή μικροπανίδα που ανήκει σε  τρωκτικά.. Παρόλη την απουσία ευρημάτων η ανθρώπινη παρουσία φαίνεται από τα υπολείμματα εστιών και καμμένων χωμάτων. Από τη σύσταση των χωμάτων και τις μικρές πέτρες που προέρχονται από τη διάβρωση της οροφής του σπηλαίου είναι φανερό ότι αντιστοιχεί σε μία ψυχρή και ξηρή κλιματολογική φάση, όπως ήταν η Ανώτερη Παλαιολιθική. Πράγματι νμία χρονολόγηση με οπτική φωταύγεια δείγματος από καμμένο χώμα του πάνω μέρους του στρώματος έδωσε μία ηλικία  περίπου 12000 π.Χ. που χαρακτηρίζει το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Οι επιχώσεις μιας Μεσολιθικής φάσης, η οποία αναμενόταν στο σπήλαιο Σαρακηνού,  θα ήταν διαφορετικές, άρα προς το παρόν και στο συγκεκριμένο τμήμα του σπηλαίου δεν υπάρχει η μεταβατική αυτή φάση.
 Ένα τελευταίο λεπτό στρώμα πάνω σε πεσμένο από την οροφή βράχο παρουσίασε εργαλεία πυριτολίθου και οστά μεγάλων ζώων, όπως ιπποειδών και αιγοειδών  και χρονολογείται σε ένα πρώϊμο στάδιο  της Ανώτερης Παλαιολιθικής και σε ένα ύστερο στάδιο της Μέσης, επειδή υπάρχουν καιτύποι εργαλείων της μουστέριας τεχνικής. Τα ευρήματα είναι προς το παρόν λίγα γιατί το στρώμα αυτό ερευνήθηκε σε πολύ μικρή έκταση. Είναι επίσης πιθανόν κάτω από τον πεσμένο βράχο της οροφής να υπάρχουν και λείψανα παλαιότερης κατοίκησης.
Μέχρι σήμερα η ανασκαφική έρευνα έχει δείξει ότι η νεολιθική κατοίκηση στο σπήλαιο ήταν πυκνή, ενώ έχει προέλθει ένα πλήθος ευρημάτων. Η ποσότητα της κεραμεικής είναι τεράστια και περιλαμβάνει όλο το φάσμα των τύπων που είναι ήδη γνωστοί από τη νεολιθική Εύβοια  (Σάμψων 1977, 1993), τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία (Μilojcic-Hauptmann 1969). Ιδαίτερα σημαντική είναι η ποιότητα των γραπτών αγγείων των αρχών της Νεότερης Νεολιθικής (5300-4500 π.Χ.) καθώς και της κεραμεικής τύπου Γωνιάς  που χρονολογείται στο δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π. Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πήλινα και μαρμάρινα ειδώλια,  κοσμήματα και μικροαντικείμενα.


Η γεωλογική- περιβαλλοντική έρευνα


΄Ηδη από τη δεκαετία του ’70 είχαν πραγματοποιηθεί γεωτρήσεις στο χώρο της Κωπαϊδας από τους Greig  και Turner (1974, 1975) και είχαν συνταχθεί λεπτομερή διαγράμματα για τη χλωρίδα της περιοχής βασισμένα στην ανάλυση των κόκκων της γύρης. Το 1983 δύο καινούργιες γεωτρήσεις έγιναν στην Κωπαϊδα, η μία περίπου στο κέντρο της και η άλλη στο ΝΔ της άκρο (20 και 16 μ. αντίστοιχα). Δύο παρόμοιες χρονολογίες 12520±150 και 12300±150 Π.Σ. με 14C προήλθαν αντίστοιχα από τις τομές Α και Β, αλλά σε διαφορετικά βάθη (9,5 και 2,5 μ.). Οι κόκκοι γύρης από την περίοδο αυτή (Graminae, Artemisia, Cheno-amar) δείχνουν μία βλάστηση τυπική της ανοιχτής στέππας και χαρακτηρίζoυν ένα ξηρό και ψυχρό κλίμα.
 Την ίδια στεππώδη βλάστηση  συναντάμε και στη αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα της Φθιώτιδας (υψόμ. 500 μ.) από το 25000-15000 ΠΣ, αν και την ίδια περίοδο υπάρχει χαμηλή δασώδης κάλυψη, όπως έδειξαν σχετικές γεωτρήσεις (Van Zeist 1982). Στην ίδια περιοχή μολονότι συνεχίζει να υπάρχει η χαμηλή βλάστηση από 15000- 10500 έχουμε ανάπτυξη των πεύκων σε ποσοστό 20%.  Παρατηρείται ότι όσον αφορά τη δασοκάλυψη υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον ελληνικο χώρο από περιοχή σε περιοχή. Στην ανατολική Μακεδονία υπάρχει μία συνεχής δασική κάλυψη, ενώ στην Ξυνιάδα η ανάπτυξη του δάσους είναι αρκετά μειωμένη. Στη λεκάνη των Ιωαννίνων φαίνεται να  υπάρχει μία μέση κατάσταση, ενώ στην Κωπαϊδα η απουσία δέντρων είναι χαρακτηριστική. Από τα βαθύτερα στρώματα της ανασκαφής στο σπήλαιο Σαρακηνό που φτάνουν μέχρι τους χρόνους της Ανώτερης Παλαιολιθικής δεν έχουμε ακόμη πληροφορίες  για τη βλάστηση που επικρατούσε γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η παλυνολογική εξέταση.
Από άλλες γεωτρήσεις που έχουν γίνει στον ελληνικό χώρο έχει αποδειχθεί ότι η περίοδος από το 12000-11000 ΠΣ συμπίπτει με τη φάση Allerod που είναι η θερμότερη της ΄Υστερης Παγετώδους, με θερμοκρασίες 2-3 οC βαθμούς πάνω από τη σημερινή (Van Zeist 1982). Σε στρώμα λίγο ψηλότερο από αυτό που έδωσε μία ηλικία 9900± 110 ΠΣ (βάθ. 9-7 μ.) παρατηρείται μία αλλαγή κλίματος και φαίνεται ότι έχουμε τη μετάβαση από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο. Είναι η εποχή που στον ελληνικό χώρο αρχίζει η Μεσολιθική ή Επιπαλαιολιθική όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη. Σε ημερολογιακά έτη αντιστοιχεί περίπου στο 8800-8700 π.Χ. Η παλαιότερη χρονολογία που έχουν δώσει μέχρι σήμερα  τα μεσολιθικά στρώματα στο σπήλαιο Κύκλωπα των Γιούρων είναι 9274± 43 ΠΣ 8388-8196 π.Χ (Sampson 1998).
 Η βλάστηση που κυριαρχεί τώρα είναι δασική (Quercus, Juniperus, Pistacia, Ephedra) ενώ φθίνει αυτή της στέππας. Στην τομή Α μετά τα 4 μ. βάθος το είδος Quercus φθίνει και αυξάνονται τα Ostrea-carpinus, Fagus και Carpinus betula καθώς και τα Graminae. Φαίνεται ότι η εξαφάνιση της δρυός είναι αποτέλεσμα  της αποψίλωσης των δασών από τον άνθρωπο, που πρέπει να σχετίζεται με τη χρονολογία 4205±120 ΠΣ (Turner-Greig 1975) καθώς και με αυτήν 5205±120 (Allen 1997) που προήλθε από βάθ. 2μ (τέλος 5ης χιλιετίας π.Χ.). 
Η εξέταση των υλικών της γεώτρησης με τη μέθοδο της μαγνητικής επιδεκτικότητας (magnetic susceptibility) έδειξε ότι οι επιχώσεις της λίμνης προέρχονται από τη διάβρωση των εδαφών των γύρω υψωμάτων που σ’ αυτή την περίοδο είχαν λίγη φυτική κάλυψη. Διαπιστώθηκε ότι στα χαμηλότερα στρώματα που αντιστοιχούν στην πριν από το 12500 περίοδο η παρουσία αιματίτη είναι υψηλή και συνδέεται με την οξειδωτική και αερόβια φύση των εδαφών σε ημιάγονες  περιοχές. Ο μαγνητίτης σε ψηλότερα στρώματα αντανακλά το μεσογειακό κλίμα του Ολοκαίνου, ενώ τα ανόργανα ανθρακικά άλατα δείχνουν μία εποχή θερμότερη. Αν και ο Bintliff  πιστεύει ότι εξαιρετικά δυνατές βροχοπτώσεις ήταν η αιτία της διάβρωσης των εδαφών, φαίνεται ότι η επίδραση του κλίματος  έπαιζε καθοριστικό ρόλο (Allen 1997).
Η κοκκομετρική ανάλυση έδειξε ότι τα αρχαιότερα στρώματα των γεωτρήσεων είναι πιο χονδρόκοκκα από τα νεότερα. Αυτή η αλλαγή που συμβαίνει γύρω στο 12500 ΠΣ σημειώνει αλλαγή της στάθμης της λίμνης, από ρηχή σε βαθιά.  Η βλάστηση που αυξάνεται την εποχή αυτή εμποδίζει τη διάβρωση υλικών και τα θερμότερα νερά ευνοούν την απόθεση του ασβεστίτη. Επίσης στην αρχή του Ολοκαίνου πιθανολογείται μία ανύψωση της στάθμης της λίμνης.
 Το 1984 στην περιοχή Ακραιφνίου βρέθηκαν εκτεθειμένες επιχώσεις που έδωσαν τρεις ηλικίες, 9970±120, 4620± 150 και 3480±150 ΠΣ.  Η νεότερη ηλικία βαθμολογημένη είναι 1750 π.Χ. (1980-1670) και συμπίπτει με την πρώϊμη Μέση Χαλκοκρατία, ενώ και το πάνω μέρος των γεωτρήσεων των Greig και Turner έδωσε χρονολογίες 5000-3500 ΠΣ. που αντιστοιχούν στην περίοδο αποξήρανσης της λίμνης.
Από τις μέχρι τώρα ενδείξεις φαίνεται ότι η Κωπαϊδα έγινε ρηχότερη μετά το 5000 και μέχρι το 3500 ΠΣ. Η αιτίες για τη χαμηλή στάθμη της λίμνης εκείνη την εποχή μπορεί να ήταν κλιματικές (ζεστά καλοκαίρια, παρατεταμένη ξηρασία) αλλά μπορεί να είχαν σχέση με την αύξηση της δυναμικότητας των καταβοθρών. Πάντως δεν μπορεί να γίνει συσχέτιση της στάθμης της λίμνης και των κλιματικών αλλαγών στην περιοχή. Η χαμηλή στάθμη την εποχή της αποξήρανσης επέτρεψε τη συσσώρευση ειδών που προέρχονταν από τη σήψη φυτών, τουλάχιστον στα ρηχότερα τμήματα όπου κατασκευάστηκαν και τα μινυακά αναχώματα και όχι στα βαθύτερα. Τα υλικά αυτά  εξαφανίστηκαν από οξείδωση ή ανθρώπινη δραστηριότητα. Φαίνεται ότι οι μυθικοί Μινύες στην αρχή πιθανώς της ΜΕ περιόδου αποξήραναν μία λίμνη που είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε έλος. Παρόμοια κατάσταση αναφέρεται και σε αρχαίους συγγραφείς, ενώ oι περιηγητές του 19ου αιώνα Dodwell (1819) και Leake (1835) περιγράφουν μία λεκάνη με χώρους από έλη και νερό. Τα ρηχά νερά μπορεί να ήταν η αιτία της απόθεσης ασβεστιτικών υλικών βιογενούς προέλευσης που στη συνέχεια επέτρεψαν την  εγκατάσταση επιπλεόντων μακροφύτων και τη δημιουργία ενός έλους.

 υμπεράσματα

  Από τις μέχρι τώρα έρευνες η παλαιολιθική περίοδος στο χώρο της Κωπαϊδας και γενικά στην ανατολική Στερεά παρουσιάζεται αποσπασματική. Δύο σπήλαια, το Σεϊδί και το Σαρακηνό, περιέχουν βέβαια λείψανα της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ενώ το δεύτερο παρουσιάζει κατοίκηση και στη Μέση Παλαιολιθική. Ενώ στο πρώτο οι παλαιολιθικές επιχώσεις καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος, στο Σαρακηνό καταλαμβάνουν μικρό μέρος του συνόλου, αν και η συνέχιση της ανασκαφής πιθανόν να αλλάξει την κατάσταση. Τα άλλα σπήλαια που ερευνήθηκαν επιφανειακά φαίνονται υποψήφια για παλαιολιθική κατοίκηση, αλλά μόνο δοκιμαστικές ή συστηματικές ανασκαφές θα διευκρινίσουν την κατάσταση.
Πάντως στους χρόνους της Ανώτερης Παλαιολιθικής το κλίμα ήταν ψυχρό και ξηρό και η βλάστηση στεππώδης και αραιή, ενώ η στάθμη της λίμνης χαμηλή. Υπήρχαν όμως και διαστήματα με αλλαγές προς το ψυχρότερο ή θερμότερο κλίμα. Από το 20000 μέχρι 18000 χρόνια οι βροχοπτώσεις αυξήθηκαν, ενώ  μεταξύ 18000-16000 χρόνια ΠΣ η θερμοκρασία έφτασε την κατώτερη στάθμη της με 6-8 οC  κάτω από τη σημερινή, από υπολογισμούς που έχουν γίνει στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι η περίοδος κατά την οποία η θαλάσσια στάθμη στο Αιγαίο κατέρχεται σε 120-130 μέτρα κάτω από τη σημερινή (van Andel 1982).
Από 18000 μέχρι 14000 ΠΣ η στάθμη των βροχοπτώσεων ήταν χαμηλή. Η αλλαγή της βλάστησης από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο δεν είναι εμφανής στην Κωπαϊδα όπως στη λίμνη Ξυνιάδα, στη λίμνη Ιωαννίνων και στους Φιλίππους (Van Zeist 1982). Aπό το 9000 περίπου π.Χ. και μετά οι μινεραλογικές και μαγνητικές αναλύσεις δείχνουν ένα θερμότερο και υγρότερο κλίμα, παρόλα αυτά μέχρι το 6000 δεν υπάρχουν μεγάλες κλιματικές αλλαγές. Από το 8000- 5000 π.Χ. φαίνεται ότι υπάρχει αύξηση της υγρασίας, ενώ από το 5000 και μετά οι χειμώνες ήταν ψυχρότεροι και τα καλοκαίρια πιο ζεστά. Aπό το 4400-4000 π.Χ. η μείωση των δασών από δρυς σημαίνει ότι είχε αρχίσει συστηματική αποψίλωση του δάσους από τον άνθρωπο της Νεότερης Νεολιθικής που επεδίωκε αύξηση της κτηνοτροφίας.
Τα παλυνολογικά σύνολα, που αναγνωρίστηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου Σαρακηνού από την Δρ. Χ. Ιωακείμ του ΙΓΜΕ, δείχνουν για την ίδια αυτή περίοδο που χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την ΝΝ Ι στη ΝΝ ΙΙ (δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ.) παρουσία της δρυός και του πεύκου καθώς και αύξηση σε ποώδη φυτά (Leguminosae). Με πολύ μικρές διακυμάνσεις συνεχίζεται η παρουσία των ίδιων ειδών και στη ΝΝ ΙΙ καθώς και στην ΠΕ 2 (4000-2400 π.Χ.), ενώ στη Μέση Χαλκοκρατία, εποχή αποξήρανσης της λίμνης,  επικρατούν είδη που απαιτούν περισσότερο υγρές συνθήκες διαβίωσης όπως Typha, Sparganium, Cyperaceae. Γενικά από τα μέσα της 5ης  μέχρι τη 2η χιλιετία π.Χ. τα είδη των φυτών που έδωσαν οι παλυνολογικές αναλύσεις έχουν σχέση  με την έντονη παρουσία του ανθρώπου στο χώρο και την εισαγωγή των καλλιεργειών  που είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή σύστασης της φυτικής κάλυψης. Τα είδη αυτά διαβιούσαν σε ένα εύκρατο και σχετικά υγρό κατά περιόδους περιβάλλον που είχε μικρές διαφορές από το σημερινό. Πάντως την 4η χιλιετία π.Χ. η λίμνη αν και έχει ρηχεύσει  προμηθεύει στους ενοίκους του σπηλαίου αλιεύματα και οστρεοειδή, όπως δείχνουν οργανικά κατάλοιπα από την ανασκαφή.   
Γενικά είναι πρόβλημα η αραιή παρουσία παλαιολιθικής κατοίκησης στην κεντρική Ελλάδα. Ακόμη και τα σπήλαια, προσφιλής τόπος κατοίκησης στους χρόνους αυτούς, δεν κατοικούνται παρά σε λίγες περιπτώσεις και σ’ αυτές μάλλον αραιά, ενώ πάντα στη νεολιθική περίοδο υπάρχει έντονη δραστηριότητα. Φαίνεται ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για τη σπανιότητα παλαιολιθικών λειψάνων  που μέχρι στιγμής δεν είναι εμφανείς. Ασφαλώς θα υπήρχε κατοίκηση σε υπαίθριες θέσεις αλλά όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές  αυτή δεν αφήνει παρά ελάχιστα ίχνη.
Χαρακτηριστική είναι η σπανιότητα λειψάνων της  Μέσης Παλαιολιθικής σε σπήλαια στη Στερεά Ελλάδα, αλλά δεν αποκλείεται και οι ΜΠ θέσεις να ήταν υπαίθριες και επομένως δεν έχουν αφήσει ίχνη. Γενικά η ισχνή παρουσία παλαιολιθικών λειψάνων ίσως οφείλεται σε γεωμορφολογικούς και παλαιογεωγραφικούς λόγους, όπως είναι η διάβρωση των επιχώσεων και η φυσική εξέλιξη του τοπίου (Roland 1981), αλλά και στην άλλαγή προσανατολισμών σε πηγές διατροφής. Αντίθετα στη γειτονική Εύβοια και σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου η μουστέρια λιθοτεχνία της ΜΠ απαντά πολύ συχνά σε ορεινές (Σάμψων 1996α) και παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες θέσεις (Runnels 1994), αλλά και σ’ αυτή τη φάση η κατοίκηση σε σπήλαια και βραχοσκεπές είναι αρκετά αραιή.    
Αντίθετα  στη νεολιθική περίοδο η κατοίκηση στην περιοχή Κωπαϊδας φαίνεται να είναι πυκνή σε σπήλαια και σε υπαίθριες θέσεις. Σε περιόδους που η λίμνη είχε ρηχεύσει μπορούσαν να εξασκούνταν εντατικές καλλιέργειες. Επίσης είναι πολύ πιθανόν ότι στον κωπαϊδικό  χώρο υπήρχαν και λιμναίοι οικισμοί πράγμα που έχει αποδειχθεί στη λίμνη της Καστοριάς και στη αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα της Φθιώτιδας (ΑΑΑ 1982).

 

 Βιβλιογραφία


 Allen H.1997, The environmental conditions of the Kopais basin, Boeotia during the post glacial with special reference to the mycenaean period, in J. Bintliff (ed.), Recent developments in the History and Archaeology of Central Grεece, Oxford, 39-58.
Kahrstedt U. 1937, Der Kopaisse im Altertum und die “Minyschen Kanale”, AA,1.
Greig J.R.A., Turner J. 1974, Some pollen diagrams from Greece and their archaeological significance, Journal of Archaeol. Science 1. 177-194.
Milojcic V., Hauptmann H. 1969, Die Funde des fruhen Diminizeit aus der Arapi Magula, Thessalien, Bonn. 
Roland Ν. 1981, Τeiresias 3-29.
Runnels C. 1994, The stone age of Greece from the Palaeolithic to the advent of the Neolithic, AJA, 699.
Σάμψων Α. 1977, Ο νεολιθικός οικισμός Βάρκας Ψαχνών, Αρχ. Ευβ.Μελετών 21, 4-60.
Σάμψων Α. 1993, Σκοτεινή Θαρρουνίων. Το σπήλαιο, ο οικισμός και το νεκροταφείο, Αθήνα.
Σάμψων Α.1996, Παλαιολιθικές θέσεις στην Εύβοια και στις Β. Σποράδες, Αρχαιολογία 60, 51-56.
Sampson Α. 1998, The mesolithic and neolithic occupation in the cave of Cyclope, Youra, Alonnessos, BSA 1998.
Σάμψων Α. 2000, Το σπήλαιο Σαρακηνού και η σπηλαιοκατοίκηση στην περιοχή Κωπαϊδας, Πρακτικά  Γ΄ Συνεδρίου Βοιωτικών Σπουδών, 133-155.
Σπυρόπουλος Θ. 1973, Συμβολή εις την μελέτην του Κωπαϊδικού χώρου, ΑΑΑ 201-208.
Stampfuss 1942, Die ersten altsteinzeitlichen Hohlenfunde in Griechenland, Mannus 34, 132-147.
Turner J., Greig J.R.A 1975, Some holocene pollen diagrams from Greece, Revue of Palaeobotany and Palaeoecology 20, 171-204.
van Andel Τ. Η., J. C. Chachleton 1982, Late Palaeolithic coastlines of Greece and the Aegean, Journal of Field Archaeology, 9, 445-454.
van Zeist W., Bottema S.1982, Vegetational history of the Eastern Mediterranean  and Near East during the last 20000 years, in J. L. Bintliff- W. Van Zeist, Palaeoclimates, Palaeoenvironments and human communities in the Easter Mediterranean regions in Later Prehistory, BAR Int. Series 133.


ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ ΣΤΑ ΓΙΟΥΡΑ ΤΗΣ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Αδαμάντιος ΣΑΜΨΩΝ
Καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου
Μαρία ΓΚΙΩΝΗ
Αρχαιολόγος

Το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα της Αλοννήσου, ένα πρόσφατα ανασκαμμένο σπήλαιο, ξεκινά να δίνει τα πρώτα αποτελέσματα από τη μελέτη του υλικού του. Βάση αυτών των αποτελεσμάτων και όσων πρόκειται να ακολουθήσουν, το σπήλαιο αυτό συμβάλλει στην αλλαγή του προϊστορικού τοπίου του Αιγαίου, κατεβάζοντας κατά πολύ τις ηλικίες κατά τις οποίες ο άνθρωπος έκανε σ’ αυτό το χώρο την εμφάνισή του, ενώ οι μεσολιθικές επιχώσεις του αλλάζουν ριζικά την εικόνα μας, για την όπως πιστεύαμε, μέχρι σήμερα ελάχιστη μεσολιθική στην Ελλάδα. Στο άρθρο αυτό γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης του υλικού και των ερμηνευτικών προεκτάσεών του, πάντα σε σχέση με τις υπόλοιπες γνωστές θέσεις της περιοχής του Αιγαίου.

Η θέση
           
Το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται στο νησί Γιούρα, το οποίο ανήκει στο σύμπλεγμα των Σποράδων. Απέχει 30 χιλιόμετρα από την Αλόννησο και έχει υψόμετρο 550 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας. Η γεωμορφολογική μελέτη του νησιού δείχνει ότι οι ακτές του έχουν υποστεί μεγάλη διάβρωση με το πέρασμα των αιώνων. Σήμερα είναι ακατοίκητο. Η μοναδική του πηγή στα νοτιοδυτικά, το κατεστραμμένο από την εντατική βόσκηση και την υλοτόμηση δάσος του και η μη ύπαρξη φυσικού λιμανιού που εμποδίζει την επικοινωνία με τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος, φαίνεται να έχουν συμβάλει σημαντικά σ’ αυτήν την ερήμωση. Η μόνη μορφή ζωής που βρίσκει κανείς εκεί σήμερα, είναι ένα σπάνιο είδος αιγάγρου, το οποίο μεταφέρθηκε στο νησί και βρίσκεται υπό καθεστώς προστασίας, ενώ φαίνεται πως και αυτό έπαιξε ρόλο στην καταστροφή του δάσους του νησιού.
            Τα Γιούρα ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Πλίνιο[i] με το όνομα Γεροντία, όνομα το οποίο φαίνεται πως δεν διατήρησαν για πολύ καιρό. Κατά τον 17ο αιώνα χτίστηκε μια εκκλησία και ένα μικρό μοναστήρι, τα οποία εγκαταλείφθηκαν σε άγνωστη χρονική στιγμή. Οι νεώτεροι χρονογράφοι του 19ου αιώνα το αναφέρουν σαν νησί του διαβόλου, επειδή προκαλούσε τον τρόμο στους κατοίκους των γύρω περιοχών, μια και χρησίμευε σαν τόπος παραμονής και επιδρομών πειρατών.
            Το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται στη νότια πλευρά του νησιού σε υψόμετρο 150 μέτρων, είναι δε το μεγαλύτερο των Σποράδων. Η μεγάλη του είσοδος που βλέπει προς τη θάλασσα, οδηγεί σε έναν μικρό διάδρομο, ο οποίος καταλήγει στην ευρύχωρη, περίπου κυκλική αίθουσα του σπηλαίου, διαστάσεων 40 Χ 50 μέτρων και ύψους 15 μέτρων, ενώ δεξιά της εισόδου υπάρχει μια μικρότερη αίθουσα. Συνολικά το σπήλαιο έχει διαστάσεις 50 Χ 60 μέτρα. Ο διάκοσμος της μεγάλης αίθουσας είναι πλούσιος και αρκετά εντυπωσιακός, το γεγονός όμως ότι το σπήλαιο είναι πλέον ανενεργό, τον καθιστά μη εξελισσόμενο. Η αίθουσα εμφανίζει διάφορες εσοχές στις παρειές της, ενώ καλύπτεται από αργιλώδες δάπεδο και δυο μικρές λίμνες, μια βόρεια και μια νότια. Είναι αυτή η αίθουσα που έχει συγκεντρώσει το αρχαιολογικό ενδιαφέρον, μια και ήδη από την επιφανειακή της έρευνα εντοπίστηκαν λείψανα χρήσης του χώρου από διαφορετικές εποχές, με πιο εντατική ίσως τη χρήση του κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως μαρτυρά η πληθώρα ευρημάτων του 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα[ii].

Η ανασκαφή
            Τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας οδήγησαν την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας στην απόφαση να ξεκινήσει και ανασκαφή υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αδαμάντιου Σάμψων, από το 1992. Έγιναν τρεις τομές: μια στο εσωτερικό της μεγάλης αίθουσας (Α), κοντά στη λίμνη, όπου η επιφανειακή έρευνα έδειξε μεγάλη συγκέντρωση κεραμεικής της Ύστερης Νεολιθικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Εποχής και δυο στην εσωτερική πλευρά της εισόδου του σπηλαίου, σε κεκλιμένο επίπεδο (Β,C).
           [iii]. Μέχρι βάθος 0,40 μέτρα συλλέχτηκαν ευρήματα της Ύστερης Νεολιθικής Ι και ΙΙ, ενώ από εκεί και μετά ξεκίνησαν τα στρώματα της Μέσης Νεολιθικής, πλούσια και αυτά από στάχτες, καμένα υλικά και κεραμεική, με εξαιρετική διακόσμηση ερυθρού σε λευκό.
Η τομή Α έδωσε λεπτά στρώματα στάχτης που είχαν μετατραπεί σε λάσπη από την περιοδική διάβρωσή τους από το νερό
            Η τομή Β προς όφελος της ανασκαφικής έρευνας, έδωσε αμμώδεις και ξηρές αυτή τη φορά επιχώσεις, της Μέσης και Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ είναι χαρακτηριστική η παντελής έλλειψη της Ύστερης Νεολιθικής σ’ αυτό το σημείο. Κάτω από τις νεολιθικές επιχώσεις βρέθηκαν στρώματα που δεν περιείχαν κεραμεική, ήταν όμως πλούσια σε οστά ψαριών και αγκίστρια διαφορετικών μεγεθών. Χαρακτηριστικά ευρήματα της τομής αυτής, εκτός από την κεραμεική των νεολιθικών επιχώσεων, είναι τα ίχνη δυο εστιών, σε βάθος 0,60 και 0,96 μέτρα. Η πρώτη ανήκει σε στρώμα της Μέσης Νεολιθικής και το κάρβουνο που συλλέχτηκε από αυτή έδωσε σύμφωνα με το εργαστήριο του Δημόκριτου ηλικία 5703 – 5630 π.Χ.  
            Η τομή Γ που ανοίχτηκε ανατολικότερα έδωσε διαφορετικά στοιχεία: αρχικά εμφανίστηκε ένα στρώμα Ύστερης Νεολιθικής, που έπεται των αντίστοιχων της Μέσης και της Αρχαιότερης. Τα στρώματα αυτά περιλαμβάνουν υπολείμματα στάχτης εστιών και λίγη κεραμεική διακοσμημένη με ερυθρή διακόσμηση σε λευκό βάθος, καθώς και οστά ζώων, κυρίως αιγών και προβάτων. Και εδώ παρατηρείται στα κατώτερα από τα νεολιθικά στρώματα η απουσία κεραμικής, με ταυτόχρονη ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων οστών ψαριών, οστρέων και άλλων ζώων, ενώ βρέθηκαν και 30 αγκίστρια διαφορετικών διαστάσεων και τύπων. Το πάχος των μεσολιθικών επιχώσεων κυμαίνεται από 0,80 έως 3,00 μέτρα. Πρόκειται για επτά στρώματα που διακρίνονται από το χρώμα, τη σύσταση, την ποιότητα και ποσότητα των ευρημάτων. Τα ευρήματα, κυρίως τα λεπτά στρώματα κατοίκησης και τα ζωικά κατάλοιπα (όστρεα, οστά ψαριών, κ.λ.π.), είναι αντίστοιχα με αυτά των υπολοίπων γνωστών μεσολιθικών θέσεων στην Ελλάδα, όπως το Φράγχθι και η Κύθνος.
Τα ανασκαφικά ευρήματα
            Τα ευρήματα από την ανασκαφή του σπηλαίου του Κύκλωπα, μπορούν σε γενικές γραμμές να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: σε ευρήματα της Μεσολιθικής Εποχής, της Νεολιθικής Εποχής και των ιστορικών χρόνων.

Μεσολιθικά ευρήματα

            Οι μεσολιθικές επιχώσεις του σπηλαίου έδωσαν λίθινα εργαλεία, κατασκευασμένα κυρίως από πυριτόλιθο και οψιανό από τη Μήλο. Σημαντικά είναι επίσης τα υπολείμματα τροφών, που βρέθηκαν στις επιχώσεις και μας πληροφορούν για τις διατροφικές συνήθειες και την οικονομία των χρηστών του σπηλαίου. Τα υπολείμματα αυτά αφορούν οστά ψαριών, ζώων και πτηνών, πολλά όστρεα και σαλιγκάρια, καθώς και απανθρακωμένους σπόρους[iv].
            Τα πιο εντυπωσιακά βέβαια ευρήματα των μεσολιθικών επιχώσεων αποτελούν τα αγκίστρια ψαρέματος, μεγέθους από 6 χιλιοστά έως 7 εκατοστά που βρέθηκαν σε μεγάλη ποσότητα και το τμήμα ενός ανθρώπινου κρανίου. Μορφολογικά τα αγκίστρια των Γιούρων δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα από τα αντίστοιχα σημερινά, γεγονός που αποδεικνύει μακρά παράδοση, εξειδίκευση και γνώση της τέχνης του ψαρέματος από τους μεσολιθικούς χρήστες του σπηλαίου. Όσον αφορά το τμήμα του ανθρώπινου κρανίου, βρέθηκε στα κατώτερα στρώματα της τομής C, σε βάθος 3,30 μέτρα, ανάμεσα σε ένα σωρό από πέτρες που φαίνεται πως είχαν κατρακυλήσει από τα υψηλότερα μέρη του σπηλαίου. Η απόλυτη χρονολόγηση αυτού του στρώματος με βάση τις αναλύσεις του Δημόκριτου, είναι 8300-8100 π.Χ.
            Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως όλα τα ευρήματα των μεσολιθικών επιχώσεων είναι αντίστοιχα με αυτά που έχουν βρεθεί και στις άλλες γνωστές ελληνικές μεσολιθικές θέσεις, όπως η βραχοσκεπή Νο 1 στο φαράγγι της Κλεισούρας κοντά στην Πρόσυμνα της Αργολίδας, το σπήλαιο Φράγχθι επίσης στην Αργολίδα και η υπαίθρια θέση του Μαρουλά της Κύθνου και το σπήλαιο Θεόπετρα της Καλαμπάκας Τρικάλων.

Νεολιθικά ευρήματα.

      Το κυριότερο και σε μεγάλη ποσότητα εύρημα αυτής της εποχής, είναι σίγουρα η κεραμεική. Δείγματα της κεραμεικής έχουμε ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική Ι. Αφορούν όστρακα με γραπτή και εγχάρακτη διακόσμηση. Είναι όμως κυρίως η Αρχαιότερη Νεολιθική ΙΙ και η Μέση Νεολιθική που έδωσαν σημαντικά δείγματα της κεραμεικής τέχνης, αντίστοιχα σε ποιότητα των γνωστών θεσσαλικών. Έχουν βρεθεί δείγματα μονόχρωμης, (κεραμεικών ανοικτού ή κλειστού τύπου με λειασμένη επιφάνεια), καθώς και γραπτής κεραμεικής (με διακόσμηση ερυθρού σε ανοικτό βάθος), εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής. Η διακόσμηση αυτή εμφανίζει μεγάλη ποικιλία, φαίνεται δε να μιμείται μοτίβα γνωστά από την υφαντική και κεντητική τέχνης της εποχής. Είναι χαρακτηριστική η ομοιότητά τους με αντίστοιχα κεραμεικά από τον οικισμό του Αγίου Πέτρου στο νησί της Κυρά – Παναγιάς, επίσης στις βόρειες Σποράδες[v]. Η κεραμεική της Νεώτερης Νεολιθικής Ι και ΙΙ είναι κυρίως μονόχρωμη, χωρίς επίχρισμα, εμφανίζει δε ομοιότητες με αυτή αντίστοιχων θέσεων του υπόλοιπου Αιγαίου[vi], κυρίως σε ότι αφορά τα αγγεία με λευκή διακόσμηση σε μαύρο φόντο.
        Τα λίθινα και οστέινα εργαλεία δεν λείπουν βέβαια από τα ευρήματα αυτής της εποχής. Αφορούν κυρίως λεπίδες από πυριτόλιθο και διάφορα εργαλεία από οψιανό. Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός, ότι λεπίδες από μελί (ή ξανθό, όπως τον αναφέρουν μερικοί[vii]) πυριτόλιθο εμφανίζονται στα στρώματα της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής. Το πέτρωμα αυτό δεν έχει πηγές στην Ελλάδα. Η μοναδική του πηγή είναι η Βουλγαρία, απ’ όπου φαίνεται ότι το προμηθεύονταν οι χρήστες του σπηλαίου του Κύκλωπα. Από τα οστέινα εργαλεία αξίζει να σημειώσουμε την παρουσία 10 αγκιστριών που βρέθηκαν σε στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ αντίστοιχα ευρήματα απουσιάζουν από τις επόμενες φάσεις.
Η ανασκαφή έδωσε μόνο ένα ειδώλιο, σχηματοποιημένο, ύψους μόλις 0,056 μέτρα. Είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο και αποτελείται από δυο μέρη: ένα μακρύ λαιμό και το σώμα σε σχήμα οβάλ, στο οποίο μόλις και διακρίνονται οι ώμοι, ενώ απουσιάζει κάθε ένδειξη γραπτής ή άλλου τύπου διακόσμησης.

Ευρήματα ιστορικών χρόνων.

            Το σημαντικότερο εύρημα και των ιστορικών χρόνων είναι η κεραμεική. Καλύπτει την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, ενώ σε ένα μόνο σημείο της μεγάλης αίθουσας του σπηλαίου βρέθηκε πληθώρα κεραμεικής των κλασσικών χρόνων, κυρίως του 5ου π.Χ. αιώνα, καθώς κεραμεική των δυο προαναφερθέντων χρονικών φάσεων. Μετά την συντήρηση του υλικού, αναγνωρίστηκαν δυο σκύφοι, ένας από τους οποίους μάλιστα έφερε στο κάτω μέρος της βάσης του επιγραφή. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό για το σπήλαιο είναι οι εκατοντάδες  ρωμαϊκών λύχνων του 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα , που βρέθηκαν σε κάθε εσοχή που έχει σχηματισθεί στις παρειές του. Οι επιγραφές και τα ανάγλυφα θέματα δείχνουν την ύπαρξη στο χώρο του σπηλαίου ενός λατρευτικού ιερού.

Η μελέτη του υλικού και τα εργαστηριακά δεδομένα

            Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που βρέθηκε στο σπήλαιο του Κύκλωπα συνίσταται κυρίως σε μελέτη των λίθινων εργαλείων, λειασμένων και μη, των ζωικών καταλοίπων και της νεολιθικής κεραμεικής. ΄Ένα μικρό μέρος των μεσολιθικών λίθινων εργαλείων είναι από οψιανό ενώ το μεγαλύτερο είναι κατασκευασμένο από πυριτικά πετρώματα. Τα εργαλεία από οψιανό φαίνεται πως δεν κατασκευάστηκαν στο χώρο του σπηλαίου, αλλά έφτασαν έτοιμα σ’ αυτόν, μια και δεν βρέθηκε μέσα στις μεσολιθικές επιχώσεις κανένας πυρήνας του πετρώματος, που θα πρόδιδε επιτόπια κατεργασία του. Σύμφωνα με τη μέχρι στιγμής μελέτη, το υλικό παρουσιάζει γεωμετρικό μικρολιθικό χαρακτήρα, αρχαϊκό, σε σχέση με το αντίστοιχο που έχει βρεθεί στο Φράγχθι[viii], ενώ οι δυο θέσεις συμφωνούν στο μικρό αριθμό των εργαλείων από οψιανό. Επίσης διαφέρουν κατά πολύ, σε ότι αφορά την τυπολογία τους, από τα αντίστοιχα μικρολιθικά μεσολιθικά εργαλεία από οψιανό, που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το στρώμα στο οποίο ανήκουν, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μετρήσεις, έδωσε ηλικίες 8864 ± 37 ΒΡ και 9274 ± 23 ΒΡ. Αντίστοιχα τα εργαλεία από πυριτόλιθο, φαίνεται ότι από τεχνολογικής απόψεως μοιάζουν με αυτά της μεσολιθικής ηπειρωτικής χώρας. Τα εργαλεία με όχι ιδιαίτερα προσεγμένη κατασκευή, φτιάχνονται επιτόπου, ενώ για την παραγωγή τους φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τα τοπικά πυριτικά πετρώματα. Σημαντικά είναι και τα οστέινα εργαλεία και τέχνεργα, που αφορούν κυρίως αγκίστρια και μικροσκοπικές χάντρες. Η τυπολογική μελέτη των αγκιστριών και η ποικιλία των σχημάτων τους, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως υπήρχε εξειδίκευση στη χρήση τους, ανάλογα με το είδος του ψαριού που ψαρεύονταν.
Τα ζωικά κατάλοιπα είναι πλούσια στις επιχώσεις του σπηλαίου. Αφορούν κυρίως οστά ψαριών και ζώων, αλλά και όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια. Τα κατάλοιπα αυτά βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης μέσα στις επιχώσεις. Η πρώτη πληροφορία που μας δίνει η μελέτη των οστών των ψαριών[ix], είναι ότι σ’ αυτά αναγνωρίστηκαν όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά είδη από το θαλάσσιο χώρο του συμπλέγματος των Σποράδων. Η περαιτέρω όμως μελέτη του κάθε είδους χωριστά, θα συμβάλλει σημαντικά στις γνώσεις μας τόσο για το κλίμα και τις αλλαγές του, όσο και για τη χρήση του σπηλαίου. Η πρώτη μελέτη των οστών ζώων έδειξε πως στα μεσολιθικά στρώματα εμφανίζονται ελάχιστα αιγοειδή και χοίροι. Το τελευταίο είδος φαίνεται έχει υποστεί μία πρώϊμη εξημέρωση. Είναι εντυπωσιακή η μεγάλη συγκέντρωση οστών πουλιών, κάτι που συμβάλει στην γνώση τις οικονομίας της εποχής. Τα όστρεα είναι διαφόρων τύπων και μεγεθών και ανήκουν σε διάφορα είδη. Ορισμένα αναγνωρίζονται ακόμα στο νησί, ενώ άλλα έχουν πια εξαφανιστεί. Η χρήση τους δεν περιοριζόταν στη συμμετοχή τους στη διατροφή, αλλά μέσω αυτών κατασκεύαζαν και διάφορα σκεύη, για οικιακή ή άλλου είδους χρήση. Η περαιτέρω μελέτη τους θα συμβάλει και αυτή στην ανασύσταση του παλαιοκλίματος. Σε ότι αφορά τη μελέτη των χερσαίων σαλιγκαριών που αναγνωρίστηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου, οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν ότι ανήκουν σε είδος που δεν υπάρχει πλέον στο νησί, ενώ τα περισσότερα ακέραια κελύφη, φέρουν μια οπή στη μια πλευρά τους, που δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Η περαιτέρω μελέτη αυτού του υλικού, θα βοηθήσει όπως και αυτή των υπολοίπων καταλοίπων, στην ανασύσταση του παλαιοκλίματος και παλαιοπεριβάλλοντος, κυρίως δίνοντάς μας στοιχεία για τις συνθήκες υγρασίας της εποχής στη συγκεκριμένη περιοχή.
Σε ότι αφορά την Νεολιθική Εποχή, η μελέτη του υλικού αφορά κυρίως τη μελέτη της κεραμεικής της, μια και αυτή αποτελεί το κύριο, λόγω και της ποσότητάς της εύρημα των επιχώσεών της. Η κεραμεικής της Αρχαιότερης Νεολιθικής αποτελείται κυρίως από μονόχρωμα κλειστά αγγεία, διακοσμημένα με ερυθρό επίχρισμα, πολύ καλά λειασμένα στην επιφάνειά τους. Υπάρχουν επίσης και αγγεία διακοσμημένα με εμπίεστη διακόσμηση κυκλικών μοτίβων σε οριζόντιες ή κάθετες γραμμές, αντίστοιχα με αυτά του Σέσκλου, που έχουν χρονολογηθεί στην Αρχαιότερη Νεολιθική ΙΙΙ[x]. Η κεραμεική της Μέσης Νεολιθικής αποτελείται από αγγεία γνωστών τύπων από αντίστοιχες θέσεις του υπόλοιπου Αιγαίου[xi]. Πρόκειται κυρίως για κλειστά σφαιρικά αγγεία με κυκλικό λαιμό και υψηλή βάση, κατασκευασμένα από τραχύ άργιλο με κιτρινωπή χροιά επιφάνειας, πάνω στην οποία απλώνεται η κοκκινόχρωμη διακόσμηση. Τα αγγεία αυτά, είναι αντίστοιχα με αυτά που έχουν χρονολογηθεί στη Μέση Νεολιθική και προέρχονται από τον Άγιο Πέτρο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Μοναδικά είναι τα αγγεία της εποχής αυτής που φέρουν κοκκινωπή διακόσμηση σε ανοιχτό βάθος, με διακοσμητικά μοτίβα εμπνευσμένα από την κεντητική και υφαντική τέχνη της εποχής, που όμοιά τους έχουν βρεθεί μόνο στον Άγιο Πέτρο. Ανήκουν και αυτά στη Μέση Νεολιθική, ενώ στον Άγιο Πέτρο χρονολογούνται στη μεταβατική φάση Αρχαιότερη / Μέση Νεολιθική[xii]. Η διακόσμηση φέρεται στο λαιμό του αγγείου με γραμμές από τρίγωνα, στο σώμα των ανοικτών αγγείων με το μοτίβο του καμβά και των κλειστών, σε μεγαλύτερη ποικιλία, με ομόκεντρους κύκλους, διαγώνιες, παράλληλες ευθείες, τρίγωνα και ρόμβους σε οριζόντιες γραμμές, κ.λ.π. Στην Νεότερη Νεολιθική, τα αγγεία είναι ως επί το πλείστον ανοικτά, ρηχά ή βαθιά. Η διακόσμηση τώρα εμφανίζει μικρή ποικιλία: η ματ διακόσμηση αν και δεν είναι συχνή δεν είναι απούσα, ενώ στην Ύστερη Νεολιθική Ι εμφανίζεται και η διακόσμηση λευκού σε μελανό βάθος, αρκετά διαδεδομένη στο υπόλοιπο Αιγαίο[xiii]. Η πρώιμη Ύστερη Νεολιθική ΙΙ εμφανίζεται μόνο με ελάχιστα αγγεία και με μια σειρά από λαβές τύπου ελέφαντα. Εκτός από την κεραμεική, στην Αρχαιότερη Νεολιθική ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία τυπικών λεπίδων αυτής της φάσης από μελί (ή ξανθό) πυριτόλιθο, πέτρωμα που βρίσκεται μόνο στη δυτική Βουλγαρία. Στις επιχώσεις όλης της Νεολιθικής βρίσκονται διαφόρων τύπων εργαλεία, με κυρίαρχες τις λεπίδες από οψιανό που προέρχεται από τη Μήλο και από τοπικό πυριτόλιθο.

Οι σχέσεις με το χώρο

            Η ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο του Κύκλωπα, συνδυάσθηκε με μια σειρά επιφανειακών ερευνών, τόσο στο ίδιο το νησί των Γιούρων, όσο και στα γύρω νησιά του συμπλέγματος των Σποράδων. Η επιφανειακή αυτή έρευνα έδωσε σημαντικά στοιχεία, που σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά ευρήματα διευρύνουν τις γνώσεις μας για την προϊστορία του χώρου του Αιγαίου, το περιβάλλον του, τους κατοίκους του, τον τρόπο ζωής τους, τις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι λοιπόν πια δεδομένο, βάση αυτών των επιφανειακών ερευνών, ότι η κατοίκηση ξεκίνησε στα νησιά των Σποράδων ήδη από την Μέση Παλαιολιθική Εποχή, μια και παλαιολιθικά εργαλεία βρέθηκαν σε αρκετά ερημονήσια της περιοχής[xiv]. Η παρουσία του ανθρώπου σ’ αυτά τα ερημονήσια μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός, ότι τα νησιά των Σποράδων δεν είχαν κατά τους προϊστορικούς χρόνους τη σημερινή τους μορφή. Σύμφωνα με τις γεωλογικές μελέτες της περιοχής, το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας δεν ήταν σταθερό, αλλά ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή έχει μεταβληθεί αρκετές φορές. Έτσι, ενώ σήμερα το σπήλαιο του Κύκλωπα βρίσκεται σε υψόμετρο 150 μέτρων από τη στάθμη της θάλασσας, το 9000 π.Χ. το αντίστοιχο υψόμετρο ήταν 80 μέτρα, το 8500 π.Χ. 50 μέτρα και το 7000 π.Χ. ήταν 40 μέτρα, ενώ σίγουρα κατά την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική που το επίπεδο της θάλασσας ήταν ακόμα χαμηλότερο, τα ερημονήσια των Σποράδων ήταν ενωμένα με την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση, ότι πολλές παλαιολιθικές και μεσολιθικές θέσεις κατοίκησης στο νησί, βρίσκονται σήμερα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, ενώ εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε, πως το φυσικό τοπίο και μόνο, διευκόλυνε τις μετακινήσεις των παλαιολιθικών σε όλο τον παραπάνω χώρο. Όταν κατά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, άρχισαν οι σημαντικές αλλαγές στη μορφολογία του Αιγαίου, το τοπίο άρχισε να παίρνει τη σημερινή του μορφή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία των νησιών, που στην ουσία αντιπροσωπεύουν οι κορυφές των βουνών της Παλαιολιθικής Εποχής, ενώ αυτή η σχετική αποξένωση από την ξηρά, δεν φαίνεται να περιόρισε τους προϊστορικούς κατοίκους του Αιγαίου μόνο στο νησιωτικό ή μόνο στον ηπειρωτικό χώρο.
Ήδη από τη Μεσολιθική γίνεται φανερή η ύπαρξη σχέσεων και επιρροών που δέχεται ο πληθυσμός που χρησιμοποιεί το σπήλαιο του Κύκλωπα. Τα εργαλεία τυπολογικά μοιάζουν με αυτά των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Στη Νεολιθική οι σχέσεις της κεραμεικής, ήδη από την Αρχαιότερη, είναι εμφανής σε σχέση με τη Θεσσαλία και κυρίως την κεραμεική του Σέσκλου, ενώ στη Μέση Νεολιθική, χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα με αυτή της γειτονικής θέσης του Αγίου Πέτρου. Σε ότι αφορά τα εργαλεία εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι η μακρινή προέλευση των υλικών κατασκευής τους, τουλάχιστον ορισμένων από αυτά, που προέρχονται από τα Βαλκάνια.

Τα πρώτα συμπεράσματα

            Αν και η μελέτη του υλικού από το σπήλαιο του Κύκλωπα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και η τελική δημοσίευση θα είναι έτοιμη σε λίγους μήνες, μπορούμε ήδη να έχουμε μια πρώτη εικόνα των συμπερασμάτων. Όπως φαίνεται και από τη στρωματογραφία της θέσης, το σπήλαιο του Κύκλωπα χρησιμοποιήθηκε από τον προϊστορικό κάτοικο του Αιγαίου στη Νεολιθική και στην προγενέστερή της Μεσολιθική Εποχή. Με βάση τη στρωματογραφία και τα ευρήματα των διαδοχικά κείμενων στρωμάτων, υπάρχουν ενδείξεις χρήσεως του σπηλαίου κατά την Ύστερη Νεολιθική ΙΙ, χωρίς να έχουμε σαφείς ενδείξεις για την αρχή αυτής της περιόδου. Προηγήθηκε η Ύστερη Νεολιθική Ι και στη συνέχεια υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο τελευταίο τμήμα της Ύστερης Νεολιθικής Ι και της Μέσης Νεολιθικής, που διαρκεί 700 – 800 χρόνια, από το 5600 έως το 4800 περίπου π.Χ. Τα στρώματα της Μέσης και Αρχαιότερης Νεολιθικής δεν εμφανίζονται σε όλη την ανασκαμένη περιοχή του σπηλαίου. Με βάση τις χρονολογήσεις με C 14 δειγμάτων από κάρβουνο, η Μέση Νεολιθική ξεκινά λίγο μετά τις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ., ενώ η μελέτη της κεραμεικής της Αρχαιότερης Νεολιθικής, την τοποθετεί στην 7η χιλιετία π.Χ. Στο τέλος των επιχώσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής εμφανίζεται η Μεσολιθική. Ίχνη χρήσεως του σπηλαίου έχουμε και από την Εποχή του Χαλκού, ενώ κατά τους κλασικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, η χρήση μπορεί να θεωρηθεί πιο συγκεκριμένη. Κατά πάσα πιθανότητα στους ιστορικούς χρόνους το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σαν ιερό.
Κατά την εντατική χρήση του σπηλαίου του Κύκλωπα στη Μεσολιθική Εποχή, μπορούμε να αναγνωρίσουμε δυο φάσεις. Μια πρωιμότερη στα βαθύτερα στρώματα, που αποτελείται κυρίως από μικρολιθικά λίθινα εργαλεία κατασκευασμένα από τοπικά πυριτικά πετρώματα και μια νεώτερη που εμφανίζεται στα υψηλότερα στρώματα και περιλαμβάνει λίθινα εργαλεία από τα ίδια πυριτικά πετρώματα, αλλά και από οψιανό της Μήλου. Είναι άγνωστο πώς γινόταν η μεταφορά του οψιανού. Είναι όμως μια διαδικασία γνωστή στους χρήστες του σπηλαίου, αφού ήδη από την Ανώτερη Παλαιολιθική, η μεταφορά αυτού του πετρώματος είναι αποδεδειγμένη[xv], τουλάχιστον από τους χρήστες του σπηλαίου Φράγχθι. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, είναι ότι η κατασκευή των εργαλείων δεν γινόταν στο χώρο του σπηλαίου, αλλά ότι αυτά μεταφέρονταν εκεί από τους χρήστες του. Η βεβαιότητα αυτή πηγάζει από την μη εύρεση πυρήνων στις επιχώσεις του σπηλαίου, αλλά και τη μη εύρεση απολεπισμάτων, που θα αποδείκνυε μια επιτόπου επεξεργασία, έστω και δευτερογενή των ήδη χρησιμοποιημένων εργαλείων.
Η τροφοσυλλογή και το κυνήγι, ήταν οι κύριες δραστηριότητες των χρηστών του σπηλαίου, όπως άλλωστε και όλων των μεσολιθικών. Η μελέτη των ζωικών καταλοίπων δείχνει πως το κυνήγι αφορούσε κυρίως τα πουλιά, λόγω του μεγάλου αριθμού οστών τους, που βρέθηκαν στις επιχώσεις του σπηλαίου, χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Εδώ, η οικονομία της θάλασσας φαίνεται πως έπαιζε τον κύριο ρόλο. Η συλλογή των οστρέων και το ψάρεμα, είναι πιθανό να ήταν γνωστές δραστηριότητες ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή, για την οποία όμως ακόμα δεν έχουμε ανασκαφικά δεδομένα. Το ψάρεμα δεν ήταν ερασιτεχνική δραστηριότητα, όπως δείχνει τόσο ο όγκος των αγκιστριών που βρέθηκαν στα μεσολιθικά στρώματα, όσο και ο μεγάλος αριθμός των οστών ψαριών. Η τυπολογία δε των αγκιστριών, τόσο όμοια με αυτή των σημερινών, δείχνει την πλήρη εξειδίκευση των κατόχων τους για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, αλλά και την από χρόνια γνώση της τέχνης του ψαρέματος. Η παρουσία ανάμεσα στα οστά των ψαριών και μερικών που ανήκουν σε τονοειδή, είναι σημαντική. Ο τόνος είναι ένα ψάρι που ζει στο Αιγαίο, αλλά σε ανοικτή θάλασσα. Το ψάρεμά του επομένως απαιτεί αφενός μεν γνώση της τέχνης της ναυσιπλοΐας, αφετέρου δε κατάλληλο εξοπλισμό για ένα θαλάσσιο ταξίδι, δυο στοιχεία, που όπως φαίνεται κατείχαν οι μεσολιθικοί χρήστες του σπηλαίου του Κύκλωπα.
Είναι άγνωστο γιατί το σπήλαιο δεν χρησιμοποιήθηκε κατά το δεύτερο μισό της 7ης χιλιετίας. Ίσως κλιματολογικοί παράγοντες να έπαιξαν ρόλο σ’ αυτή την εγκατάλειψη που πρέπει να διήρκεσε περίπου 700 χρόνια και αναγνωρίζεται τόσο στρωματογραφικά, όσο και από τη μελέτη των ευρημάτων των επόμενων, των νεολιθικών δηλαδή επιχώσεων του σπηλαίου. Η εκ νέου εντατική χρήση του κατά το τέλος της Αρχαιότερης Νεολιθικής, διαφέρει αρκετά από αυτή της Μεσολιθικής Εποχής. Το ψάρεμα και η συλλογή οστρέων δεν φαίνεται να είναι η κύρια δραστηριότητα των νεολιθικών χρηστών του σπηλαίου, γεγονός που πρέπει να συνδυασθεί με τη νέα μορφή οικονομίας, την τροφοπαραγωγική στην οποία έχουν ήδη μπει. Έτσι τώρα στο αρχαιοζωολογικό υλικό των επιχώσεων, ανιχνεύονται κυρίως οστά εξημερωμένων ζώων, όπως αιγών και προβάτων.
Εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί είναι η μεγάλη ποσότητα κεραμεικής. Αγγεία πολλή καλής ποιότητας ανιχνεύονται στις επιχώσεις του σπηλαίου, δημιουργώντας ερωτηματικά για το ρόλο τους. Τρία είναι τα κύρια ερωτήματα που δημιουργεί η μελέτη της κεραμεικής. Πρώτον, γιατί δεν υπάρχουν δείγματα κακής ποιότητας ή χονδροκομμένα αγγεία, που θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για αποθηκευτικούς σκοπούς, ή άλλους που δεν απαιτούν ιδιαίτερη και επίπονη διαδικασία κατά την παραγωγή τους. Δεύτερον, γιατί μεταφέρθηκαν τα αγγεία αυτά στο χώρο του σπηλαίου και σε τι χρησίμευαν. Τρίτον, γιατί τα αγγεία αυτά έπρεπε να είναι διακοσμημένα και καλοφτιαγμένα. Όλα αυτά τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει η μελέτη του υλικού, συνδυάζονται φυσικά με τα κλασσικά ερωτήματα που αφορούν την κεραμεική και έχουν να κάνουν με την τυπολογία της, την προέλευσή της, τις επιρροές που δέχθηκε από άλλες γνωστές και αντίστοιχες χρονολογικά θέσεις, κ.λ.π. 
Είναι άξιο απορίας γιατί οι χρήστες του σπηλαίου κατά το τέλος της Αρχαιότερης και την αρχή της Μέσης Νεολιθικής μετέφεραν στο σπήλαιο τόσο πολλά αγγεία και μάλιστα, αγγεία τόσο καλής ποιότητας κατασκευής. Η πρώτη υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει, είναι ότι αυτά τα αγγεία δεν ήταν χρηστικά, αλλά έπαιζαν έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των χρηστών του σπηλαίου. Κατ’ επέκταση, ιδιαίτερη, θα ήταν αυτή την εποχή και η χρήση του σπηλαίου. Ο ιδιαίτερος όμως αυτός ρόλος δεν είναι εύκολο να γίνει γνωστός σε μας, γιατί δεν έχει αφήσει αναγνωρίσιμα κατάλοιπα. Εκείνο πάντως που σίγουρα μπορεί να πει κανείς, με μια απλή μακροσκοπική εξέταση της κεραμικής των Γιούρων, είναι ότι αυτή έχει άμεση σχέση με την αντίστοιχη της ίδιας εποχής από την Κυρά Παναγιά και την Θεσσαλία. Αυτό μαρτυρεί τις σχέσεις και τις επαφές των παραπάνω περιοχών, ενώ τα διακοσμητικά μοτίβα που αναγνωρίζονται μόνο στα Γιούρα και στον Άγιο Πέτρο, οδηγούν στο πιθανώς στο συμπέρασμα ύπαρξης ενός τοπικού εργαστηρίου κατασκευής στο χώρο των Σποράδων, με ιδιαιτερότητες που το κάνουν ξεχωριστό στο χώρο του Αιγαίου.
Κάτι που επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε είναι η οικονομία της εποχής. Απ’ ότι φαίνεται από τον πολύ μικρό αριθμό οστών ψαριών που βρέθηκαν στις νεολιθικές επιχώσεις, το ψάρεμα έπαψε να είναι η κύρια δραστηριότητα των χρηστών του σπηλαίου. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι κάποια περιβαλλοντική αλλαγή δεν έκανε πια τη θάλασσα την σημαντικότερη πηγή ανεύρεσης τροφής, αν και δεν ανευρίσκεται κάποιο άλλο είδος τροφής σε μεγάλη ποσότητα, ώστε να οδηγηθούμε στην υπόθεση, ότι αυτή η νέα τροφή την αντικατέστησε. Ή ακόμα, ότι το σπήλαιο δεν δεχόταν τον ίδιο αριθμό επισκεπτών, όπως παλαιότερα, ή ότι γινόταν μόνο εποχιακή χρήση του και όχι μόνιμη, κάτι που φαίνεται να είναι πιο πιθανό. Αν συνδυαστεί όμως η περιστασιακή χρήση του σπηλαίου, με τη μεγάλη ποσότητα κεραμεικής των επιχώσεων αυτής της περιόδου και την τόσο καλή ποιότητά της, ενισχύεται η άποψη ότι αυτή η κεραμεική είχε ένα ιδιαίτερο ρόλο, κάθε άλλο παρά χρηστικό. Κατ’ επέκταση και το σπήλαιο είχε ένα αντίστοιχο ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των χρηστών του.
Ένα άλλο στοιχείο τις οικονομίας της εποχής, μας δίνουν οι σημαντικές σχέσεις των χρηστών του σπηλαίου με τους γείτονές του, λόγω της ύπαρξης ξενόφερτων υλικών, που χρησιμοποίησαν για την κατασκευή των εργαλείων τους. Από αυτό και μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε πως το νησί δεν ήταν απομονωμένο, αλλά εκτός από τις γύρω περιοχές του με τις οποίες είχε στενούς δεσμούς, είχε ανταλλακτικές ή εμπορικές σχέσεις και με πιο απομακρυσμένες περιοχές. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι οι χρήστες του δεν ήταν πάντα οι ίδιοι, αλλά ότι διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες, από διάφορες περιοχές χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο, για τους ίδιους ή διαφορετικούς λόγους.
Μας είναι επίσης άγνωστο γιατί ήδη από τη Μέση Νεολιθική και στη συνέχεια κατά την Ύστερη, άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται η χρήση του σπηλαίου. Θα μπορούσαμε ίσως και εδώ να υποθέσουμε κλιματολογικούς παράγοντες που θα έπαιξαν κάποιο ρόλο, χωρίς όμως ακόμα να είμαστε βέβαιοι για αυτό. Το χαρακτηριστικό όμως για αυτή την εποχή, είναι η μεγάλη συλλογή οστών αιγοειδών. Αν δε, συνδυάσουμε και την έλλειψη οστών ψαριών που ξεκίνησε από την Αρχαιότερη Νεολιθική, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι οι χρήστες του σπηλαίου εγκατέλειψαν το θαλάσσιο βιότοπο σαν μέσο εύρεσης τροφής, προς όφελος της νέας μορφής οικονομίας στην οποία μπήκαν και έχοντας τη γνώση της εξημέρωσης των ζώων. Στην Ύστερη Νεολιθική, η γνώση της κτηνοτροφίας φαίνεται πως είναι πια τρόπος ζωής για τους χρήστες του σπηλαίου του Κύκλωπα. Δεν σταμάτησαν όμως να εκμεταλλεύονται τον θαλάσσιο πλούτο, όπως δείχνει ο μεγάλος αριθμός οστρέων (κυρίως πεταλίδων), που συγκεντρώθηκε από τις επιχώσεις αυτής της εποχής. Οι πεταλίδες προφανώς αποτελούσαν μέρος της διατροφής, ίσως και να ήταν συμπλήρωμα της διατροφής με κρέας, ίσως οι χρήστες του σπηλαίου να μην μπορούσαν να αποκοπούν από τις για εκατονταετίες διατροφικές τους συνήθειες. Από εκεί και μετά το σπήλαιο παύει να χρησιμοποιείται, όπως δείχνει η έλλειψη ευρημάτων στις επιχώσεις του. Το τέλος της Νεολιθικής και η αρχή της Εποχής του Χαλκού, είναι απούσες από αυτές.
Τα ερωτήματα που γεννιόνται σε όποιον ασχολείται με το σπήλαιο του Κύκλωπα είναι πολλά. Ίσως το πρώτο αφορά τη μη συνεχόμενη χρήση του. Γιατί αφού ο προϊστορικός κάτοικος των Σποράδων ξέρει το χώρο ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή και χρησιμοποιεί εντατικά το σπήλαιο κατά τη Μεσολιθική, μετά το εγκαταλείπει, ελαττώνοντας τις εκεί δραστηριότητές του, επανέρχεται μετά από επτά αιώνες, για να το εγκαταλείψει τελικά οριστικά. Ποιος ο ρόλος της αλλαγής του παλαιοκλίματος και παλαιοπεριβάλλοντος σ’ αυτή την ανθρώπινη μετακίνηση. Ήταν ο ίδιος πληθυσμός που από την παράδοση των παλαιότερων γενεών χρησιμοποιούσε το σπήλαιο, ή στις διαφορετικές περιόδους χρήσεώς του το χρησιμοποίησαν διαφορετικοί πληθυσμοί. Είχε κάποιος δικαιοδοσία πάνω σ’ αυτό ή κληρονομική μεταβίβαση, ή το σπήλαιο ήταν απλώς ένας χώρος κοινής χρήσης για όλους τους κατοίκους της γύρω ή και πιο απομακρυσμένων περιοχών. Μήπως το σπήλαιο αποτελούσε απλώς ένα χώρο στον οποίο έβρισκαν κατάλυμα οι ψαράδες των Σποράδων. Ποιος ο ρόλος της μετάβασης της οικονομίας από τροφοσυλλεκτική σε τροφοπαραγωγική. Ποιος ο ρόλος της τόσο καλής ποιότητας κεραμεικής που βρέθηκε στις νεολιθικές επιχώσεις. Ποιες οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές του με τα άλλα σπήλαια που εμφανίζουν αντίστοιχες περιόδους χρήσεως. Ποιες οι σχέσεις με τις κοντινές θέσεις της αντίστοιχης εποχής. Τέλος, ποια η χρήση του στη Μεσολιθική και Νεολιθική Εποχή.
Η ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού από το σπήλαιο του Κύκλωπα, θα δώσει σίγουρα κάποιες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Το σημαντικό όμως που προσφέρει το υλικό αυτής της ανασκαφής, είναι ότι άλλαξε ριζικά την εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα για το χώρο του Αιγαίου. Ήδη γίνεται φανερό ότι το Αιγαίο δεν ήταν ένας ξερός, αφιλόξενος, και χωρίς ζωή χώρος, μέχρι την εμφάνιση των πρώτων οικισμών της Εποχής του Χαλκού. Τώρα ξέρουμε με βεβαιότητα, πως το Αιγαίο κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή. Το πόσο συστηματικά μένει να εξετασθεί με περαιτέρω έρευνα και στα υπόλοιπα νησιά και παράλιά του. Το σημαντικό πρόβλημα σ’ αυτή την ερευνητική εργασία, είναι το γεγονός της καταστροφής πολλών προϊστορικών θέσεων, είτε λόγω της βύθισής τους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εξ αιτίας της ανόδου της στάθμης της, είτε λόγω του «ξεπλύματος» πολλών παραθαλάσσιων θέσεων από τα κύματα που φτάνουν ως αυτές τους χειμερινούς μήνες.
Επίσης, το σημαντικότερο ίσως στοιχείο είναι η αποδεδειγμένη ύπαρξη Μεσολιθικής φάσεως μέσα στις επιχώσεις του σπηλαίου. Η Μεσολιθική είναι πια υπαρκτή και στον ελλαδικό χώρο, μάλιστα ύστερα και από τις ραδιοχρονολογήσεις του υλικού της θέσης Μαρουλάς της Κύθνου που δίνουν καθαρά μεσολιθικές ηλικίες, την ανασκαφή του σπηλαίου της Θεόπετρας στην Καλαμπάκα και των βραχοσκεπών στην Κλεισούρα της Αργολίδος, τα δεδομένα της ελληνικής Μεσολιθικής αναθεωρούνται ριζικά, ενώ η επανεξέταση του υλικού και των παλαιότερων ανασκαφών, κρίνεται επιβεβλημένη. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η ανασκαφή των Γιούρων μας έδωσε στοιχεία μιας πολύ ανεπτυγμένης, τόσο τεχνολογικά, όσο και οικονομικά, μεσολιθικής, η οποία κάλλιστα μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη γνωστή από το Φράγχθι. Ο αιγαιακός χώρος δείχνει τις δικές του ιδιαιτερότητες αυτή την εποχή, φαίνεται δε να προηγείται των υπολοίπων μεσολιθικών ελλαδικών θέσεων. Αλλά και για τη μελέτη της Νεολιθικής Εποχής, το σπήλαιο του Κύκλωπα έδωσε σημαντικά στοιχεία μελέτης, που αφορούν τόσο στη κεραμεική τεχνοτροπία, όσο και στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, ενός ή περισσοτέρων πληθυσμών, που η επαφή τους με τη θάλασσα, καθόρισε τη ζωή τους.
Η ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού των ανασκαφών, καθώς και η σύγκρισή του με αντίστοιχες θέσεις του υπόλοιπου Αιγαιακού χώρου, θα δώσει επίσης κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Βέβαια, εκείνο που είναι σίγουρο, μια και βρισκόμαστε σε μελέτη προϊστορικής θέσεως, είναι ότι πάντα θα μένουν αναπάντητα κάποια ερωτήματα που έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, που δεν άφησαν, γιατί δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ίχνη, που θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε σήμερα. 





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EFSTRATIOU N.: Agios Petros: A Neolithic Site in the Northern Sporades, BAR Supp. 241, Oxford (1985).
HALSTEAD P. (ed): Neolithic Society in Greece. Sheffield Studies in Aegean Archaeology (1999).
ΚΟΥΜΟΥΖΕΛΗ Μ., KOZLOWSKI J.: Οι προϊστορικές θέσεις στο Φαράγγι της Κλεισούρας, Αρχαιολογία και Τέχνες 60 (1996), σελ. 58-62.
PERLES C.: L’OUTILLAGE de pierre taillée néolithique en Grèce: Approvisionnement et exploitation des matières premières, BCH 114 (1990), σελ. 1-42.
PERLES C.: Les industries lithiques taillées de Franchthi. Tome II: Les industries du Mésolithique et du Néolithique initial. Excavations at Franchthi Cave, fasc. 5, Indiana University Press, Bloomington/Indianapolis (1990).
PERLES C.: Systems of Exchange and Organization of Production in Neolithic Greece, Journal of Mediterranean Archaeology 5/2 (1992), σελ. 115-164.
SAMPSON A.: Excavation at the Cave of Cyclope on Youra, Alonnessos, ALRAM – SRERN E.: Die Ägäische Fruhzeit, Wien (1996), σελ. 507-520.
ΣΑΜΨΩΝ Α.: Νέα στοιχεία για τη Μεσολιθική Περίοδο στον ελληνικό χώρο, Αρχαιολογία και Τέχνες 61 (1996), σελ. 46-51.
ΣΑΜΨΩΝ Α.: Παλαιολιθικές θέσεις στην Εύβοια και στις βόρειες Σποράδες, Αρχαιολογία και Τέχνες 60 (1996), σελ. 51-57.
SAMPSON A.: Grèce: La Grotte du Cyclope, un abri de pêcheurs préhistoriques?, Archéologia No 328, novembre 1996σελ. 54-59.
SAMPSON A.: The Neolithic and Mesolithic occupation of the Cave of Cyclope, Youra, Alonnessos, Greece, BSA 93 (1998), σελ. 1-22.
SAMPSON A., FACORELLIS G., MANIATIS Y.: New evidence for the Cave during the Late Neolithic Periode in Greece, Actes du colloque “C14 Archéologie” (1998), σελ. 279-286.



[i] Πλίνιος: Φυσική Ιστορία, IV, XII 72.
[ii] Τα ρωμαϊκά αυτά ευρήματα είναι κυρίως φωτιστικοί λύχνοι, ενώ για την εποχή αυτή, η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι το σπήλαιο αποτελούσε ιερό.
[iii] Η παρουσία του νερού σ’ αυτό το σημείο του χώρου, δυσχέραινε πολύ και το έργο της ανασκαφής.
[iv] Η μελέτη του υλικού αυτού γίνεται ως εξής: η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Λ. Καραλή μελετά τα όστρεα, οι κ. J. Powell και Δ. Μυλωνά τα οστά ψαριών, η κ. Κ. Τρανταλίδου τα οστά πτηνών και ζώων, η κ. Α. Σαρπάκη τους καμένους σπόρους, ενώ οι κ. T. Badal και M. Dinou μελετούν δείγματα ξυλάνθρακα, στην προσπάθεια αναγνώρισης της χλωρίδας της περιοχής κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η μελέτη των λίθινων εργαλείων, γίνεται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Jagellonian της Κρακοβίας  J. Kozlowski.
[v] Βλ. Ευστρατίου Ν. (1985).
[vi] Όπως η Πολυόχνη της Λήμνου και τα νησιά των Δωδεκανήσων.
[vii] Βλ. Perlès C. (1990).
[viii] Σύμφωνα με τον μελετητή του υλικού καθηγητή J. Kozlowski, τα Γιούρα είναι η πρώτη θέση του Αιγαίου που δίνει εργαλεία αυτού του τύπου, τα οποία τοποθετεί χρονολογικά ανάμεσα στο 8900 και 8218 ΒΡ. Αντίστοιχοι τυπολογικά γεωμετρικοί μικρόλιθοι, έχουν βρεθεί μόνο στις νότιες ακτές της Ανατολίας.
[ix] Τα οστά αυτά είναι κυρίως οστά από κεφάλια ψαριών, αλλά η μελέτη αφορά και ένα πλήθος από λέπια ψαριών, που διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση έως τις ημέρες μας, λόγω της θέσης τους σε πολύ ξηρές επιχώσεις του σπηλαίου.
[x] Βλ. Sampson A. (1996).
[xi] Η κεραμεική μπορεί κυρίως να συγκριθεί με αυτή που έχει βρεθεί στον Άγιο Πέτρο στην Κυρά Παναγιά και το αντίστοιχο των θεσσαλικών θέσεων.
[xii] Η χρονολόγηση αυτή έχει γίνει από τον Ν. Ευστρατίου και αφορά χρονολόγηση των στρωμάτων στα οποία βρέθηκε η κεραμεική αυτού του τύπου.
[xiii] Τέτοιου τύπου κεραμεική έχει αναγνωρισθεί σε όλο το  Αιγαίο, από την Πολυόχνη της Λήμνου και τα Δωδεκάνησα στα ανατολικά, ως τη Σκοτεινή Θαρρουνίων στην Εύβοια στα δυτικά.
[xiv] Αλόννησος, Κυρά Παναγιά, Γιούρα, Γραμέτζα, Ψαθούρα.
[xv]  Βλ. Perlès C. (1990).